Ήταν εκείνο το πρωί προς μεσημέρι στη Δραπετσώνα, στην αφετηρία του τρόλεϊ για Πειραιά. Καθόταν σε μια από τις μπροστινές θέσεις, τις μονές και κοίταζε έξω απ΄το παράθυρο.
Τρία (ή τέσσερα ήταν;) παιδιά μαυριδερά κάθονταν σε ένα παγκάκι, γελούσαν κι άφηναν τα ποδάρια τους να κρέμονται. Το βλέμμα της ακολουθούσε τα ποδάρια τους μπρος πίσω την ώρα που ο νους της έτρεχε αλλού.
Ήταν τρία λεπτά πριν, δυο στάσεις πριν το τέρμα, που άναψε τσιγάρο. Είδε όμως από μακριά το τρόλεϊ να ‘ρχεται, έβγαλε το τσιγάρο απ΄το στόμα, το ‘ριξε πάλι όπως όπως στο πακέτο.
Μέσα στο τρόλεϊ πια, ήρθε ο απολογισμός των συνεπειών:
1. που θα μύριζε τώρα το τσιγάρο απ’ το άναμμα,
2. που θα πήρε η μυρωδιά και τ’ άλλα τσιγάρα του πακέτου. «Τσιγάρα καπνιστά», ελάχιστα ωστόσο τη διασκέδασε η ιδέα κι ακόμα λιγότερο η πιθανότητα
3. κάποιος να της ζητούσε απ΄τα τσιγάρα της, κι εκείνη να του έδινε, εκ παραδρομής, το σαλιωμένο.
Αν είχε περπατήσει απλώς μέχρι την αφετηρία, όπως είχε προγραμματίσει, αντί να σταματήσει το τρόλεϊ στο δρόμο του, θα είχε αποφύγει μια πραγματικά άβολη κατάσταση. Αλλά Τα πράγματα δε γίνονται ποτέ όπως τα προγραμματίζεις
άρπαξε με ευκολία το κλισέ στον αέρα. Τα αντανακλαστικά της όλο και βελτιώνονταν.
Τον ειρμό της έκοψε η Μαρία που ήρθε και κάθισε ακριβώς μπροστά της.
Δε θα μπορούσε να είχε καθίσει πουθενά αλλού, παρότι το τρόλεϊ ήταν άδειο ακόμα.
Ανέδιδε ολόκληρη καπνίλα, σαν αρνητικό αποσμητικού χώρου. Σαν τις τσιγγάνες που κάθονται γύρω απ΄τη φωτιά, και φοράνε φούστες, τη μια πάνω απ’την άλλη. Και στριμώχνονται έξω από τις εντατικές των δημόσιων νοσοκομείων, και, κάθε φορά που μια απ΄τις νυφάδες τους ζητά νερό, σηκώνουν τη μια φούστα, μετά την άλλη, μετά την παράλλη, μέχρι να βρουν το πορτοφολάκι τυλιγμένο στη ζώνη, ίσα πάνω απ΄το μεσοφόρι, να βρουν τα πενήντα λεπτά για το εμφιαλωμένο, κι οι γύρω κρατάν τη μύτη τους από την καπνίλα που ξερνά το φουστομάνι. Έτσι ακριβώς.
Τα παιδιά φώναξαν τη Μαρία με το όνομά της - εξ’ού κι έμαθε ότι τη λέγανε Μαρία κι όχι Κατερίνα ή Ευτέρπη ή κάτι λιγότερο συμβατό με το σουλούπι της - «Μαρία!» φώναξαν κι αυτή έλαμψε ολόκληρη κι είχε μάτια σαν ροφού, μαλλιά μαύρα - καφέ σα δίχτυα που τα ‘χε ξεράνει ο ήλιος, πιασμένα με λαστιχάκι προς τα πίσω. Είχε κι εκδορές στους ώμους, μπορεί να ‘ταν και ψώρα, μπορεί και να ‘τανε πληγές από αγκίστρι, σα να την ψάρεψαν από κάποιον βαλτότοπο, μπορεί κι απ’ το λιμάνι.
Κόρη του ποταμού ήταν, λέγανε γι’ αυτήν. Σαν την είδε το κατάλαβε γιατί, μάτια είχε σα ροφού εξογκωμένα, τα μαλλιά της δίχτυα μπερδεμένα, δέρμα διάφανο, από κάτω έτρεχαν ποτάμια.
Πατέρα είχε ψαρά και μάνα νύμφη. Ήταν τα βράδια του Αυγούστου που έβγαιναν απ’ το ποτάμι οι νύμφες, σμήνη. Έξω απ΄τις καλύβες των ψαράδων παραφύλαγαν, να βγουν οι πιο νεαροί, οι πιο ωραίοι, για να τους σύρουν πίσω από τις καλαμιές. Να πάρουν στο ποτάμι τις ψυχές τους φυλακτά με το ξημέρωμα.
Η μάνα της βγήκε μια φορά κι αυτή, μα δεν της τα χανε καλά εξηγήσει. Τον δικό της τον ψαρά τον ερωτεύτηκε κι έμεινε μαζί του. Του έκανε κορίτσι, εκείνη. Κι έγινε το κακό μετά. Θα ‘ταν οι μάνες που ολοφύρονταν τα πρωινά στις καλαμιές, οι διαβολονύμφες έτρωγαν τα παλικάρια τους, κι έπρεπε κάποια να πληρώσει. Μπορεί και όχι. Κανείς δεν έμαθε ποτέ πώς χάθηκε η νύμφη του μια μέρα, κι έμεινε ο ψαράς τρελός να βλέπει τα νερά.
Σαν έλεγε πως θα την πάρει την μικρή, μες στους καφενέδες, γύριζαν όλοι το κεφάλι τους αλλού και χασκογέλαγαν. Άνθρωπος της πόλης ήταν και πού τα ξερε. Στα χέρια τους μεγάλωσε, κόρη χωρίς μάνα και με τρελό πατέρα, πάνω της ξαλάφρωναν τη ζήση τους, σάλια, ζουμιά και κανά χέλι ή πέστροφα για το ευχαριστώ. Ας την έπαιρνε κι ας πήγαιναν καλλιά τους, το ποτάμι είχε ξεραθεί από καιρό και τα βατράχια είχαν σιωπήσει.
«Μαρία!!! Πού πας; Φεύγεις;», φώναξε ο μικρούλης που φαινόταν πιο ζωηρός.
«Αϊ», απάντησε η Μαρία γέρνοντας ορθή στο ανοιχτό παράθυρο.
Δεν είχε εξαρχής καμία αμφιβολία ότι το φαφούτικο πράγμα που βρωμούσε κι εκστόμιζε ασυναρτησίες θα ερχόταν να καθίσει μπροστά της στο τρόλεϊ – ήταν από τα πράγματα που γίνονται μοιραία. Ήταν επιπλέον σίγουρη πως όταν το τρόλεϊ απομακρυνόταν λίγο, και τα παιδάκια θα ήταν εκτός οπτικού πεδίου, ο επόμενος στόχος του «πράγματος» θα ήταν αυτή η ίδια. Το ήξερε. Με την αγωνία της επικείμενης παγίδευσης έφερε στο μυαλό της το «πράγμα» να την κοιτάζει με εκείνα τα εξογκωμένα μάτια, εκείνη, υπνωτισμένη - από φιλότιμο - να μη μπορεί να αποστρέψει το βλέμμα, το φρικαλέο στόμα να ανοίγει διάπλατο, την κολλώδη γλώσσα να εκτοξεύεται σα σαΐτα, να την κεντρίζει, να τη μουδιάζει στη θέση της, κι όλα αυτά τα παιδαριώδη, έως και γελοία, για έναν απλό λόγο:
για να την εξαναγκάσει να ασχοληθεί μαζί της.
Oh look at all the lonely people,
Oh look at all the lonely people,
αλλά όχι. Δεν είναι όλα Beatles κι εν-συ-ναί-σθη-ση, όχι, έχει κι αυτή δικαιώματα, το δικαίωμα να κάθεται απερίσπαστη και να απολαμβάνει τη διαδρομή της και να αναλογίζεται το τσιγάρο της που δεν το έσβησε καλά. Έχει κι αυτή δικαιώματα στη ζωή. Βίδωσε το κεφάλι της δεξιά, να βλέπει μια ταμπέλα που έγραφε για ανεγέρσεις οικοδομών, παίρνοντας την απόφαση, να μην ασχοληθεί με το «πράγμα» ούτε δευτερόλεπτο παραπάνω. Τέρμα και τελείωσε.
Στο γάμο τους δεν πάτησε κανείς. Την έφερε στο σπίτι του στην πόλη, μόνοι ξανά περάσαν το κατώφλι - και βαριανάσαινε από την ευτυχία αυτός, όσο μπορούσε πιο διακριτικά. Το γαμήλιο κουβερλί διακοσμημένο με κόκκινα φύκια Σαργασσών, η γυάλα της, ειδική παραγγελία και με εσωτερικό φωτισμό, στο κέντρο του δωματίου συλλογών. Φρέσκο νερό ήθελε μόνο, και δυο παπάκια πλαστικά. Το πείραμα σφιγγόταν στην αγκαλιά του - πού και πού τρεμόπαιζε τα μάτια.
Ήρεμα και με ασφάλεια κυλούσε η ζωή τους. Τα βράδια που γυρνούσε απ΄τη δουλειά, του έφερνε τις παντόφλες του και του σερβίριζε το δείπνο. Η ώρα του χωνευτικού, η ώρα που έφερνε γυροβολιές μέσα στη γυάλα της, ήταν η πιο κατάλληλη για να της διηγηθεί τα νέα της ημέρας, συλ-λα-βι-στά για να τον καταλαβαίνει. Ήθελε η διαδικασία ιδιαίτερη γλυκύτητα, γιατί με το παραμικρό φάλτσο, την παραμικρή αλλαγή τόνου και ρυθμού, εκείνη αντάριαζε τα νερά και το χαλί μουσκεύονταν.
Ήταν Κυριακή, άδειοι σχεδόν οι δρόμοι, το τρόλεϊ πήγαινε αβίαστα, γλυκά θα έλεγε κανείς. Το κεφάλι το είχε σταθερά δεξιά, ακουμπούσε λιγάκι το μέτωπο στο τζάμι, είχε ήλιο.
Η άλλη γύρναγε κάπου κάπου και την κοίταζε πάνω από τον ώμο της. Την έπιανε με την άκρη του ματιού, αλλά αρνιόταν να γυρίσει το κεφάλι και να την κοιτάξει καταπρόσωπο.
Το μισοσβησμένο της τσιγάρο, μια φορά, αδύνατο να το επαναφέρει στη σκέψη της.
Και γίνονταν οι συλλαβές όλο και πιο μακρόσυρτες, μετά βουβές, σαν κάτι να τις στόμωνε, ίσως τα χρόνια που περνούσαν. Και κάτι να λείπει τελικά, ένα κοινό ή μια τραγωδία, κάτι που να κόβει μια ιστορία σαν μαχαίρι. Η φαντασία του τα ‘φταιγε και ο ρομαντισμός και τα μεγάλα λόγια, πόσοι ευφημισμοί ικανοί αυτή του τη σκληρότητα να περιγράψουν, πώς άντεξε άραγε, σκεφτόταν τώρα, να φυλακίσει μια ποταμίσια κόρη σε μια γυάλα;
όταν δεν τη μισούσε, όταν δεν τον έπνιγε η δυσωδία των λιμνάζοντων νερών, «μη με περιμένεις για φαϊ, θ’ αργήσω», κάτω απ΄το δέρμα της - εκείνη άραγε πώς να ‘νιωθε; τα γουργουρητά της ν΄αποκρυπτογραφήσει αδύνατο - όταν δεν πλατσούριζε τυφλός κι απελπισμένος και προσευχόταν και περίμενε, την ετυμηγορία των περιστάσεων και της ζωής, αφού μονάχος του ν’ αποφασίσει δεν μπορούσε.
Ήταν λίγο ειρωνεία η ιστορία αυτή, είχε και την πλάκα της. Είχε να το εξασκήσει καιρό το σπορ, έλεγε πως είχε πια ξεμάθει. Με όλους αυτούς τους ξένους, ή και γνωστούς, ανθρώπους που ζούσανε μαζί της, ή έκλεβε ένα βλέμμα τους σε κάποιο λεωφορείο, ήταν μια κάποια πρόκληση. Η Μαρία πάλι ήρθε και της στήθηκε μονάχη της. Ήξερε τι έκανε. Ήξερε ότι ήταν γλιστερή και πονεμένη κι εύθραυστη, κι ότι με γυμνό χέρι ή βλέμμα δε θα την άγγιζε κανείς.
Μια νύχτα έστριψε στην πόρτα το κλειδί και είπε «καλησπέρα». Δεν του απάντησε κανείς.
Βλέποντας τη γυάλα άδεια, με ένα φύκι να στροβιλίζεται κάπως ειρωνικά, κατάλαβε. Το μόνο που απόμενε να κάνει ήταν την αδειάσει απ΄το νερό. Καθώς στράγγιζε τη γυάλα από τα τελευταία απόνερα, απόμεινε άδεια και η καρδιά του και ξύπνησε με ξαφνική οξύτητα ο πόνος, πού να γυρνούσε τώρα η καλή του ολομόναχη, το ποτάμι είχε ξεραθεί από καιρό, άλλο υγρό ν’ απαλύνει τον πόνο δεν υπήρχε, πέρα από τα δάκρυα.
Στο λιμάνι του Πειραιά…
Πέρναγε το τρόλεϊ απ΄το λιμάνι και η Μαρία χτύπησε στάση να κατέβει. Μόνο όταν βγήκε πια έξω άφησε τον σβέρκο της να ανασάνει, η Μαρία την κοίταζε ακόμα, την κοίταξε κι αυτή πίσω απ΄το τζάμι, μάλιστα της χαμογέλασε. Χαμογελούσε ακόμα, κι όταν δεν την έβλεπε πια.
«Θα σε φτιάξω, Μαρία.
Ούτε για τα δόντια που σου λείπουν θα γράψω, ούτε για τα σαντάλια σου που σέρνεις, ούτε ότι είσαι ηλίθια σα βλίτο θα πω.
Θα σου δώσω πατέρα ψαρά και μάνα νύμφη. Κόρη του ποταμού, παιδί μεγάλου έρωτα. Μετά πάλι θα σε φυλακίσω από έρωτα στην πόλη. Και θα σε φαντάζονται όμορφη, βουβή και τραγική, όπως σου πρέπει κι όπως είσαι.
Πώς θα μπορούσα εγώ να σε χαλάσω. Εγώ είμαι εσύ κι εσύ είσαι εγώ.».
Χάρηκε που υπάρχουν τόσο α σ φ α λ ε ί ς τρόποι για ν’ αγαπάει κανείς.
Η πηγή εδώ
Τρία (ή τέσσερα ήταν;) παιδιά μαυριδερά κάθονταν σε ένα παγκάκι, γελούσαν κι άφηναν τα ποδάρια τους να κρέμονται. Το βλέμμα της ακολουθούσε τα ποδάρια τους μπρος πίσω την ώρα που ο νους της έτρεχε αλλού.
Ήταν τρία λεπτά πριν, δυο στάσεις πριν το τέρμα, που άναψε τσιγάρο. Είδε όμως από μακριά το τρόλεϊ να ‘ρχεται, έβγαλε το τσιγάρο απ΄το στόμα, το ‘ριξε πάλι όπως όπως στο πακέτο.
Μέσα στο τρόλεϊ πια, ήρθε ο απολογισμός των συνεπειών:
1. που θα μύριζε τώρα το τσιγάρο απ’ το άναμμα,
2. που θα πήρε η μυρωδιά και τ’ άλλα τσιγάρα του πακέτου. «Τσιγάρα καπνιστά», ελάχιστα ωστόσο τη διασκέδασε η ιδέα κι ακόμα λιγότερο η πιθανότητα
3. κάποιος να της ζητούσε απ΄τα τσιγάρα της, κι εκείνη να του έδινε, εκ παραδρομής, το σαλιωμένο.
Αν είχε περπατήσει απλώς μέχρι την αφετηρία, όπως είχε προγραμματίσει, αντί να σταματήσει το τρόλεϊ στο δρόμο του, θα είχε αποφύγει μια πραγματικά άβολη κατάσταση. Αλλά Τα πράγματα δε γίνονται ποτέ όπως τα προγραμματίζεις
άρπαξε με ευκολία το κλισέ στον αέρα. Τα αντανακλαστικά της όλο και βελτιώνονταν.
Τον ειρμό της έκοψε η Μαρία που ήρθε και κάθισε ακριβώς μπροστά της.
Δε θα μπορούσε να είχε καθίσει πουθενά αλλού, παρότι το τρόλεϊ ήταν άδειο ακόμα.
Ανέδιδε ολόκληρη καπνίλα, σαν αρνητικό αποσμητικού χώρου. Σαν τις τσιγγάνες που κάθονται γύρω απ΄τη φωτιά, και φοράνε φούστες, τη μια πάνω απ’την άλλη. Και στριμώχνονται έξω από τις εντατικές των δημόσιων νοσοκομείων, και, κάθε φορά που μια απ΄τις νυφάδες τους ζητά νερό, σηκώνουν τη μια φούστα, μετά την άλλη, μετά την παράλλη, μέχρι να βρουν το πορτοφολάκι τυλιγμένο στη ζώνη, ίσα πάνω απ΄το μεσοφόρι, να βρουν τα πενήντα λεπτά για το εμφιαλωμένο, κι οι γύρω κρατάν τη μύτη τους από την καπνίλα που ξερνά το φουστομάνι. Έτσι ακριβώς.
Τα παιδιά φώναξαν τη Μαρία με το όνομά της - εξ’ού κι έμαθε ότι τη λέγανε Μαρία κι όχι Κατερίνα ή Ευτέρπη ή κάτι λιγότερο συμβατό με το σουλούπι της - «Μαρία!» φώναξαν κι αυτή έλαμψε ολόκληρη κι είχε μάτια σαν ροφού, μαλλιά μαύρα - καφέ σα δίχτυα που τα ‘χε ξεράνει ο ήλιος, πιασμένα με λαστιχάκι προς τα πίσω. Είχε κι εκδορές στους ώμους, μπορεί να ‘ταν και ψώρα, μπορεί και να ‘τανε πληγές από αγκίστρι, σα να την ψάρεψαν από κάποιον βαλτότοπο, μπορεί κι απ’ το λιμάνι.
Κόρη του ποταμού ήταν, λέγανε γι’ αυτήν. Σαν την είδε το κατάλαβε γιατί, μάτια είχε σα ροφού εξογκωμένα, τα μαλλιά της δίχτυα μπερδεμένα, δέρμα διάφανο, από κάτω έτρεχαν ποτάμια.
Πατέρα είχε ψαρά και μάνα νύμφη. Ήταν τα βράδια του Αυγούστου που έβγαιναν απ’ το ποτάμι οι νύμφες, σμήνη. Έξω απ΄τις καλύβες των ψαράδων παραφύλαγαν, να βγουν οι πιο νεαροί, οι πιο ωραίοι, για να τους σύρουν πίσω από τις καλαμιές. Να πάρουν στο ποτάμι τις ψυχές τους φυλακτά με το ξημέρωμα.
Η μάνα της βγήκε μια φορά κι αυτή, μα δεν της τα χανε καλά εξηγήσει. Τον δικό της τον ψαρά τον ερωτεύτηκε κι έμεινε μαζί του. Του έκανε κορίτσι, εκείνη. Κι έγινε το κακό μετά. Θα ‘ταν οι μάνες που ολοφύρονταν τα πρωινά στις καλαμιές, οι διαβολονύμφες έτρωγαν τα παλικάρια τους, κι έπρεπε κάποια να πληρώσει. Μπορεί και όχι. Κανείς δεν έμαθε ποτέ πώς χάθηκε η νύμφη του μια μέρα, κι έμεινε ο ψαράς τρελός να βλέπει τα νερά.
Σαν έλεγε πως θα την πάρει την μικρή, μες στους καφενέδες, γύριζαν όλοι το κεφάλι τους αλλού και χασκογέλαγαν. Άνθρωπος της πόλης ήταν και πού τα ξερε. Στα χέρια τους μεγάλωσε, κόρη χωρίς μάνα και με τρελό πατέρα, πάνω της ξαλάφρωναν τη ζήση τους, σάλια, ζουμιά και κανά χέλι ή πέστροφα για το ευχαριστώ. Ας την έπαιρνε κι ας πήγαιναν καλλιά τους, το ποτάμι είχε ξεραθεί από καιρό και τα βατράχια είχαν σιωπήσει.
«Μαρία!!! Πού πας; Φεύγεις;», φώναξε ο μικρούλης που φαινόταν πιο ζωηρός.
«Αϊ», απάντησε η Μαρία γέρνοντας ορθή στο ανοιχτό παράθυρο.
Δεν είχε εξαρχής καμία αμφιβολία ότι το φαφούτικο πράγμα που βρωμούσε κι εκστόμιζε ασυναρτησίες θα ερχόταν να καθίσει μπροστά της στο τρόλεϊ – ήταν από τα πράγματα που γίνονται μοιραία. Ήταν επιπλέον σίγουρη πως όταν το τρόλεϊ απομακρυνόταν λίγο, και τα παιδάκια θα ήταν εκτός οπτικού πεδίου, ο επόμενος στόχος του «πράγματος» θα ήταν αυτή η ίδια. Το ήξερε. Με την αγωνία της επικείμενης παγίδευσης έφερε στο μυαλό της το «πράγμα» να την κοιτάζει με εκείνα τα εξογκωμένα μάτια, εκείνη, υπνωτισμένη - από φιλότιμο - να μη μπορεί να αποστρέψει το βλέμμα, το φρικαλέο στόμα να ανοίγει διάπλατο, την κολλώδη γλώσσα να εκτοξεύεται σα σαΐτα, να την κεντρίζει, να τη μουδιάζει στη θέση της, κι όλα αυτά τα παιδαριώδη, έως και γελοία, για έναν απλό λόγο:
για να την εξαναγκάσει να ασχοληθεί μαζί της.
Oh look at all the lonely people,
Oh look at all the lonely people,
αλλά όχι. Δεν είναι όλα Beatles κι εν-συ-ναί-σθη-ση, όχι, έχει κι αυτή δικαιώματα, το δικαίωμα να κάθεται απερίσπαστη και να απολαμβάνει τη διαδρομή της και να αναλογίζεται το τσιγάρο της που δεν το έσβησε καλά. Έχει κι αυτή δικαιώματα στη ζωή. Βίδωσε το κεφάλι της δεξιά, να βλέπει μια ταμπέλα που έγραφε για ανεγέρσεις οικοδομών, παίρνοντας την απόφαση, να μην ασχοληθεί με το «πράγμα» ούτε δευτερόλεπτο παραπάνω. Τέρμα και τελείωσε.
Στο γάμο τους δεν πάτησε κανείς. Την έφερε στο σπίτι του στην πόλη, μόνοι ξανά περάσαν το κατώφλι - και βαριανάσαινε από την ευτυχία αυτός, όσο μπορούσε πιο διακριτικά. Το γαμήλιο κουβερλί διακοσμημένο με κόκκινα φύκια Σαργασσών, η γυάλα της, ειδική παραγγελία και με εσωτερικό φωτισμό, στο κέντρο του δωματίου συλλογών. Φρέσκο νερό ήθελε μόνο, και δυο παπάκια πλαστικά. Το πείραμα σφιγγόταν στην αγκαλιά του - πού και πού τρεμόπαιζε τα μάτια.
Ήρεμα και με ασφάλεια κυλούσε η ζωή τους. Τα βράδια που γυρνούσε απ΄τη δουλειά, του έφερνε τις παντόφλες του και του σερβίριζε το δείπνο. Η ώρα του χωνευτικού, η ώρα που έφερνε γυροβολιές μέσα στη γυάλα της, ήταν η πιο κατάλληλη για να της διηγηθεί τα νέα της ημέρας, συλ-λα-βι-στά για να τον καταλαβαίνει. Ήθελε η διαδικασία ιδιαίτερη γλυκύτητα, γιατί με το παραμικρό φάλτσο, την παραμικρή αλλαγή τόνου και ρυθμού, εκείνη αντάριαζε τα νερά και το χαλί μουσκεύονταν.
Ήταν Κυριακή, άδειοι σχεδόν οι δρόμοι, το τρόλεϊ πήγαινε αβίαστα, γλυκά θα έλεγε κανείς. Το κεφάλι το είχε σταθερά δεξιά, ακουμπούσε λιγάκι το μέτωπο στο τζάμι, είχε ήλιο.
Η άλλη γύρναγε κάπου κάπου και την κοίταζε πάνω από τον ώμο της. Την έπιανε με την άκρη του ματιού, αλλά αρνιόταν να γυρίσει το κεφάλι και να την κοιτάξει καταπρόσωπο.
Το μισοσβησμένο της τσιγάρο, μια φορά, αδύνατο να το επαναφέρει στη σκέψη της.
Και γίνονταν οι συλλαβές όλο και πιο μακρόσυρτες, μετά βουβές, σαν κάτι να τις στόμωνε, ίσως τα χρόνια που περνούσαν. Και κάτι να λείπει τελικά, ένα κοινό ή μια τραγωδία, κάτι που να κόβει μια ιστορία σαν μαχαίρι. Η φαντασία του τα ‘φταιγε και ο ρομαντισμός και τα μεγάλα λόγια, πόσοι ευφημισμοί ικανοί αυτή του τη σκληρότητα να περιγράψουν, πώς άντεξε άραγε, σκεφτόταν τώρα, να φυλακίσει μια ποταμίσια κόρη σε μια γυάλα;
όταν δεν τη μισούσε, όταν δεν τον έπνιγε η δυσωδία των λιμνάζοντων νερών, «μη με περιμένεις για φαϊ, θ’ αργήσω», κάτω απ΄το δέρμα της - εκείνη άραγε πώς να ‘νιωθε; τα γουργουρητά της ν΄αποκρυπτογραφήσει αδύνατο - όταν δεν πλατσούριζε τυφλός κι απελπισμένος και προσευχόταν και περίμενε, την ετυμηγορία των περιστάσεων και της ζωής, αφού μονάχος του ν’ αποφασίσει δεν μπορούσε.
Ήταν λίγο ειρωνεία η ιστορία αυτή, είχε και την πλάκα της. Είχε να το εξασκήσει καιρό το σπορ, έλεγε πως είχε πια ξεμάθει. Με όλους αυτούς τους ξένους, ή και γνωστούς, ανθρώπους που ζούσανε μαζί της, ή έκλεβε ένα βλέμμα τους σε κάποιο λεωφορείο, ήταν μια κάποια πρόκληση. Η Μαρία πάλι ήρθε και της στήθηκε μονάχη της. Ήξερε τι έκανε. Ήξερε ότι ήταν γλιστερή και πονεμένη κι εύθραυστη, κι ότι με γυμνό χέρι ή βλέμμα δε θα την άγγιζε κανείς.
Μια νύχτα έστριψε στην πόρτα το κλειδί και είπε «καλησπέρα». Δεν του απάντησε κανείς.
Βλέποντας τη γυάλα άδεια, με ένα φύκι να στροβιλίζεται κάπως ειρωνικά, κατάλαβε. Το μόνο που απόμενε να κάνει ήταν την αδειάσει απ΄το νερό. Καθώς στράγγιζε τη γυάλα από τα τελευταία απόνερα, απόμεινε άδεια και η καρδιά του και ξύπνησε με ξαφνική οξύτητα ο πόνος, πού να γυρνούσε τώρα η καλή του ολομόναχη, το ποτάμι είχε ξεραθεί από καιρό, άλλο υγρό ν’ απαλύνει τον πόνο δεν υπήρχε, πέρα από τα δάκρυα.
Στο λιμάνι του Πειραιά…
Πέρναγε το τρόλεϊ απ΄το λιμάνι και η Μαρία χτύπησε στάση να κατέβει. Μόνο όταν βγήκε πια έξω άφησε τον σβέρκο της να ανασάνει, η Μαρία την κοίταζε ακόμα, την κοίταξε κι αυτή πίσω απ΄το τζάμι, μάλιστα της χαμογέλασε. Χαμογελούσε ακόμα, κι όταν δεν την έβλεπε πια.
«Θα σε φτιάξω, Μαρία.
Ούτε για τα δόντια που σου λείπουν θα γράψω, ούτε για τα σαντάλια σου που σέρνεις, ούτε ότι είσαι ηλίθια σα βλίτο θα πω.
Θα σου δώσω πατέρα ψαρά και μάνα νύμφη. Κόρη του ποταμού, παιδί μεγάλου έρωτα. Μετά πάλι θα σε φυλακίσω από έρωτα στην πόλη. Και θα σε φαντάζονται όμορφη, βουβή και τραγική, όπως σου πρέπει κι όπως είσαι.
Πώς θα μπορούσα εγώ να σε χαλάσω. Εγώ είμαι εσύ κι εσύ είσαι εγώ.».
Χάρηκε που υπάρχουν τόσο α σ φ α λ ε ί ς τρόποι για ν’ αγαπάει κανείς.
Η πηγή εδώ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου