Τετάρτη 14 Απριλίου 2010

Τόλης Καζαντζής, Τό Σίδερο


Στήν κατοχή καί μετά, φοβόμουνα μόλις νύχτωνε γιά τους δικούς μου. Συμμαζευόμουνα απ' τους πρώτους στό σπίτι κι άν δεν ερχόταν όλοι, δε μ' εύρισκε ησυχία. Κάποτε, όταν έρχονταν, κλείναμε τήν εξώπορτα καί τή σφαλίζαμε μ' ενα σίδερο. Όσο νά φτάσει όμως αυτή η ώρα με τρώγαν τά παράθυρα κι οι πόρ­τες κι όλο ψιλορωτούσα τους άλλους γι' αυτούς πού λείπανε, για­τί οί άλλοι με παράπαιρναν γι' αυτό μου τό κουσούρι. Έτσι, άμα κανείς αργούσε λίγο παραπάνω, έπιανα μιά γωνιά, έστηνα αφτί στον κάθε θόρυβο ώσπου στο τέλος απελπισμένος έβγαινα και πε­ρίμενα στό κατώφλι της εξώπορτας. Συχνά με πιάνανε τά κλάματα.

Εκείνο το βράδυ ο πατέρας μου άργησε πολύ κι εμένα μ' έζωσαν τα φίδια. Βγήκα στό κατώφλι καί περίμενα. Όμως ενώ γύρισε ο πατέρας μου, ενώ βάλαμε, τόβαλα μέ τά χέρια μου, τό σίδερο, δεν κατάφερα νά ησυχάσω. Έβλεπα τόν πατέρα μου χλω­μό καί νευρικό κι εκτός αυτού, κάτι σκόρπιες κουβέντες απ' τήν κρυφή συζήτηση πού είχαν οι μεγάλοι μεταξύ τους, κάτι μυστή­ριες σιωπές μ' έβαλαν στην υποψία πώς ο πατέρας μου είναι σε κίνδυνο. Νάμεινα ξάγρυπνος εκείνη τή νύχτα; Πάντως ο ύπνος μου ήταν ταραγμένος. Μονάχα τά χαράματα μέ πήρε ένας βαρύς ύπνος καί τό πρωί σάν ήρθε ή ώρα του σχολείου λές καί ήμουνα καρφωμένος στό στρώμα. Όταν σηκώθηκα νά τοιμαστώ, ό πα­τέρας μου είχε φύγει κι από τους άλλους δέ μπόρεσα νά κατα­λάβω τίποτε περισσότερο. Σχόλασα κι έτρεξα στό σπίτι, μά όσο κι αν πρόσεξα τή μάνα μου καί τή γιαγιά μου, δεν έβγαλα τίπο­τε. Μόνο πού μιλούσαν όλοι τους λιγότερο απ' το συνηθισμένο, έτσι μου φάνηκε τουλάχιστον, μ' όλα πού κάνανε ο καθένας τα καθημερινά τους. Έκανα και γω μια βαρκούλα από χαρτί, βγή­κα στό δρόμο κι έπαιζα μέσα σε μιά λακκούβα με βροχόνερα. Τό μάτι μου όμως καρφωμένο στό δρόμο απ' όπου θα φαινόταν ο πα­τέρας μου. Η βάρκα διαλύθηκε στα δάχτυλά μου κι άρχισα να γυρνάω στις κοντινές γειτονιές. Κατεβαίνοντας στο Ιπποδρόμιο, η μάνα μου με φώναξε για φαΐ. Έφαγα ανόρεχτα κι όταν ή μά­να μου μας είπε πώς ο πατέρας μου ειδοποίησε νά μην τόν περι­μένουμε τό μεσημέρι, μου κόπηκε η όρεξη γιά όλα. Πασάλιψα όπως όπως τά μαθήματα καί βγήκα έξω. Μπερδεύτηκα στά παι­γνίδια των άλλων κι όσο να πεις ξεχάστηκα. Όταν όμως πήρε νά βραδιάζει γύρισα βιαστικά στό σπίτι. Όλοι είχαν μαζευτεί νωρίς απόψε. Έβλεπα τους άλλους. Όχι, δέ μου φάνηκε. Όλοι τους ήτανε ανήσυχοι καί νευρικοί περιμένοντας τόν πατέρα μου νά γυρίσει. Κατέβηκα κρυφά καί βγήκα έξω. Είπα να κάτσω στό κατώφλι και να περιμένω, μά δέν μέ έφτανε καί πήγα στή γω­νιά νά βλέπω τό δρόμο μέχρι πέρα, όσο μπορούσα νά διακρίνω μέσα στό σκοτάδι. Άκουσα τη μάνα μου να μέ φωνάζει. Δέν απάν­τησα. Όσο πήγαινε σκοτείνιαζε περισσότερο. Σέ λιγάκι μόνο σκιές περνούσανε απ' τό δρόμο. Σκιές άγνωστες. Όμως τή σκιά του πατέρα μου την αναγνώρισα μέ το πρώτο. Τους γερτούς ώμους, τό ανοιχτό βήμα καί τή φαρδιά καμπαρντίνα. «Αυτός είναι» φώ­ναξα μέσα μου καί χύθηκα κατά πάνω του. Εκείνος μέ πήρε στην αγκαλιά του καί μου χαμογέλασε ήσυχα.

— Όλα καλά, μου ψιθύρισε κι εγώ κάτι έλειωσε μέσα μου καί μέ πήρε τό παράπονο.

Νά βάλουμε τό σίδερο μπαμπά, κατάφερα νά πω.

Νά τό βάλουμε γιε μου, απάντησε.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου