Πέμπτη 15 Απριλίου 2010

Παναγιώτης Πάκος, «Ο Μπόρχες κι Εγώ»

Κρατώντας την επίγευση από το εξαίσιο επιδόρπιο της συνάντησης με θέμα «Ο Μπόρχες κι Εγώ», πήραμε το δρόμο της επιστροφής. Αντί να πάρουμε το Μετρό, προτιμήσαμε να περπατήσουμε μέχρι το κέντρο. Κόβοντας δρόμο μέσα από τα στενά, για να αποφύγουμε την κίνηση, γρήγορα βρεθήκαμε «στο λαβύρινθο της πόλης, σαν χαμένοι» όπως λέει κι ο ποιητής. Παραδομένοι σε μια συζήτηση για όλα και για τίποτε, προχωρήσαμε στα μισοσκότεινα στενά, χαζεύοντας τα ονόματα των οδών, τα μισάνοιχτα παράθυρα, τα κλειστά συνεργεία, τα μπουρδέλα.
Λυχνίας σβησθείσης, πάσα γυνή ομοία, σχολίασε ο Μπόρχες, για να προσθέσει αμέσως μετά: Αθήνα, Νέα Υόρκη, Λονδίνο – όλες ίδιες, όταν πέφτει το σκοτάδι.
Χαμογέλασα με την ευρηματικότητά του, που κατάφερε μέσα σε μια φράση να φέρει κοντά τόσο μακρινές πόλεις, διασώζοντας ταυτόχρονα την αξιοπρέπεια όλων των γυναικών.
Μπουένος Άιρες, συμπλήρωσα, σε μια προσπάθεια να ανταποδώσω τη φιλοφρόνηση (αν ήταν φιλοφρόνηση). Δεν ξέρω αν με άκουσε. Είχε μείνει πίσω, με το βλέμμα καρφωμένο στα παπούτσια του, σαν κάτι να προσπαθεί να θυμηθεί.
Και Αλεξάνδρεια, είπε με έναν αδιόρατο δισταγμό.
Γιατί η Αλεξάνδρεια; ρώτησα. Σήκωσε το βλέμμα απότομα, λες και η αστοχία της ερώτησής μου τον συνέφερε από μια στιγμιαία απώλεια συνείδησης. Με έπιασε από το μπράτσο για να στηριχτεί.
Γιατί όχι; ρώτησε, με τη γνωστή, αφοπλιστική του αφέλεια. Ξεκίνησε να βηματίζει, τείνοντάς μου το χέρι να προχωρήσω μαζί του.
Κανείς από τους δυο μας δεν έχει βρεθεί στην Αλεξάνδρεια.
Αυτό είναι κάτι που μόνο η Αλεξάνδρεια μπορεί να γνωρίζει, αγαπητέ μου, απάντησε, προχωρώντας πάντα μισό βήμα μπροστά από μένα, όσο έπρεπε για να διατηρείται η απόσταση, χωρίς να χάνεται η επαφή μας. Είναι όμως πολύ μακριά για να ρωτήσουμε την ίδια – κι αμφιβάλλω αν θα αποκάλυπτε ποτέ τέτοιες ευαίσθητες πληροφορίες – οπότε προτείνω να επανέλθουμε στη συζήτησή μας. Τι ακριβώς σας προβληματίζει στο κείμενο ο «Μπόρχες κι Εγώ»;
– Η ταυτότητα του συγγραφέα, ασφαλώς. Εσείς ποιος πιστεύετε ότι έγραψε το κείμενο;
– Αυτό δεν είμαι σε θέση να το γνωρίζω. Το μόνο που μπορώ να σας πω με βεβαιότητα είναι ότι κανείς από τους δυο τους δεν το γνωρίζει.
– Κανείς από τους δυο σας, θέλετε να πείτε.
– Με κολακεύετε, αλλά φοβάμαι ότι δεν μπορώ να σφετεριστώ τη θέση κανενός από τους δυο. Ούτε μπορώ να φανταστώ ποιος από τους δυο τους θα δεχόταν να παραιτηθεί υπέρ μου.
Γύρισε προς το μέρος μου, σαν να ήθελε να σιγουρευτεί ότι δεν θα τον ακούσουν, και μου ψιθύρισε χαμογελώντας:
– Είναι και οι δυο τους ξεροκέφαλοι και αλαζόνες – τόσο ίδιοι κι ανυπόφοροι ο ένας για τον άλλο.
– Δεν εννοείτε, ελπίζω, ότι είστε ένας τρίτος Μπόρχες.
– Καλέ μου φίλε, ο Μπόρχες κι Εγώ είμαστε δυο διακριτές οντότητες. Εγώ είμαι Εγώ και ο Μπόρχες είναι ο Μπόρχες. Ασφαλώς εκείνος έχει πλέον τη δυνατότητα να πολλαπλασιάζεται σε δυο, τρία ή και σε εκατομμύρια είδωλα, αλλά Εγώ, ακόμη κι αν είχα το δικαίωμα, δεν θα επέτρεπα ποτέ στον εαυτό μου τέτοια σπατάλη.
– Κάθε στιγμή φοβάμαι ότι θα με παγιδεύσετε σε κάποιο από τα παιχνίδια σας.
– Προς Θεού, γιατί να το κάνω αυτό σε σας; Ίσα-ίσα, στο βαθμό που μπορώ, θέλω να σας βοηθήσω να βγείτε από το λαβύρινθο.

Χωρίς την αίσθηση ότι ξαναβρήκαμε το δρόμο μας, βρεθήκαμε στο Μεταξουργείο. Στο φανάρι της Αγίου Κωνσταντίνου, ο Μπόρχες με ρώτησε τι ώρα είναι. Έσπευσα να διευκολύνω την περίσταση.
– Έντεκα παρά είκοσι. Επιτρέψτε μου να σας φωνάξω ένα ταξί. Είναι αργά και θα σας περιμένουν στο ξενοδοχείο.
– Ναι, βέβαια, είπε κάπως διστακτικά. Είναι αργά, φαντάζομαι ότι θα έχετε πολύ δρόμο μέχρι το σπίτι σας.
Ένιωσα αμήχανα, συνειδητοποιώντας ότι εγώ ήμουν εκείνος που, σπεύδοντας να διευκολύνω την περίσταση, διέκοπτα τον περίπατό μας. Καθώς δεν υπήρχε δυνατότητα να αναιρέσω την παρεξήγηση, παρά μόνο γυρνώντας το χρόνο πίσω, χαμογέλασα κοιτώντας τον στα μάτια.
– Θα έχω την ευκαιρία να σας ξαναδώ;
– Δυστυχώς, δεν έχω περιθώριο επιλογής. Εσείς, όμως, μπορείτε να το ελπίζετε.
Μου άπλωσε το χέρι, καθώς μου υπενθύμιζε το πρόβλημα της όρασής του, κάνοντάς με να νιώσω ακόμη χειρότερα για την αδεξιότητά μου. Έκλεισα την παλάμη του στα δυο μου χέρια, δυνατά, για αρκετή ώρα, προσπαθώντας να του πω με τα χέρια όσα η γλώσσα μου ήταν ανίκανη να εκφράσει. Εκείνος χαμογέλασε.
– Η αγάπη και η πίστη σας με συγκινεί. Το μόνο που μένει είναι να με στείλετε να ξεπλυθώ στην κολυμπήθρα του Σιλωάμ!
Καθρεφτισμένη στο μειδίαμά του, η δυσκοίλια έκφραση στο πρόσωπό μου δεν άντεξε – εξερράγη σε ένα πλατύ χαμόγελο, ώσπου ξεσπάσαμε κι οι δυο σε ένα λυτρωτικό γέλιο. Του έσφιξα το χέρι άλλη μια φορά.
– Σας ευχαριστώ.
– Κι εμείς. Εννοώ, ο Μπόρχες κι Εγώ.
Χαμογέλασα ξανά στην προοπτική ότι θα συνεχίζαμε το παιχνίδι.
– Δηλαδή, δεν είστε εσείς ο Μπόρχες;
– Όχι περισσότερο από όσο είστε εσείς. Βλέπετε, αυτό το πρωτεϊκό πλάσμα – μιας και δεν μπορώ να τον χαρακτηρίσω άνθρωπο – έχει προσβάλει όλους μας σε τέτοιο βαθμό, ώστε να μην είναι δυνατό πλέον να διακρίνουμε ποιος είναι ο Μπόρχες και ποιος δεν είναι.
Άνοιξα βιαστικά την ταμπακιέρα και του πρόσφερα τσιγάρο. Το πήρε αφηρημένα, χωρίς να διακόψει το λόγο του.
– Αυτήν ακριβώς την οικουμενικότητά του, τη σχεδόν θεϊκή, αυτήν αποστρέφομαι και, ταυτόχρονα, σέβομαι και υπερασπίζομαι, αφού επάνω της μπορώ να εντοπίσω τη θεμελιώδη διαφορά μας και να διαχωρίσω τον εαυτό μου από εκείνον – μαζί με το γεγονός ότι αυτός πλέον είναι νεκρός κι έχει πλέον κατοχυρώσει τη θέση του στην αιωνιότητα. Δεν σας αρκούν αυτά ως απόδειξη ότι δεν είμαι ο Μπόρχες;
– Κάθε άλλο, μου αποδεικνύουν ότι είστε ο Μπόρχες. Παραδεχθείτε το.
– Μετά χαράς, αν παραδεχθείτε με τη σειρά σας ότι το «Ο Μπόρχες κι Εγώ» το γράψατε εσείς.
Μου έτεινε το τσιγάρο του για να το ανάψω, περιμένοντας την αντίδρασή μου.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου