Κυριακή 18 Απριλίου 2010

"Με λένε Ερημίτη" (Όμως δεν μαθαίνουν πως κατοικείς), Στράτος Μάστρας

Από το 1° δεκαήμερο
Ήρθε στη σύναξη του Πάσχα μ’ ένα σημείωμα, κίτρινο αυτοκόλλητο, από κείνα που, αν κάνει ν’ ανοίξει μια πόρτα, φυσάει καινούργια παρουσία στο δωμάτιο και πέφτουν – σαν το βλέμμα του· Θέλω κι εγώ να προβιβάσω τα όνειρά μου μ’ ένα σημαιάκι γενεθλίων, κινούμενη γιορτή για όλα τα ονόματα που δεν θα ξανασυμβούν. Ορέστη, Κάιν, αδερφέ μου Κωνσταντίνε, –απ’ τις εξέδρες της Φωνής– ξέρω πώς είναι να παραιτείσαι μιας επίσκεψης και μιας ηλικίας. Κι εσύ, Πουλίκα, στα δημόσια μαιευτήρια τι συμμερίζεσαι τις άλλες μάνες. Η κύρια δυσκολία των ανθρώπων: πόνος εστί; Δεν έρχεται συχνά. Αφηρημένος, ένας φιλέρημος που θα ματαιωθεί σε γ’ πρόσωπο: διάττοντες, οι περαστικοί. Πριν από δέκα χρόνια, παραληρούσε στο χαρτί όπως το ψάρι έξω απ’ τα νερά του: Οι παράλληλες τέμνονται! επέμεινα με τη γνωστή μου απελπισία, του πεπεισμένου σε σφραγισμένο μπουκάλι, απέναντι στις χρήσιμες πρακτικές σου δηλώσεις, πως σ’ ετούτη την καθ’ όλα αξιωματική πέμπτη εποχή δεν επιτρέπονται αποκλίσεις από τις βασικές μας αξίες. Και το υποστήριζα ευθέως, σημείο προς σημείο πορευόμενοι. "Υπερβολές και ελλείψεις", μου αντέτεινες, "μην το αρνείσαι". Τι τα θες, με ποιο δικαίωμα και εις το όνομα κάποιου Nikolai Lobazevsky κι ενός Berhnard Riemann να στεριώσω την πίστη μου κι εγώ, σαφώς αποκλίνων και αποκλεισμένος ενάντια στην καθιερωμένη γεωμετρία του κόσμου. "Ο Ευκλείδης υπήρξε δικός μας άνθρωπος", μου τόνισες· "αν δεν σεβαστούμε, ως πρέπει, τους δικούς μας ανθρώπους, με τι σωσίβιο θα μας κουβαλήσει στα νερά της η ιστορία;" Δεν ξέχασα, κάποτε γράφαμε ιστορία κάτω απ’ τον ήλιο, ενώ οι άλλοι μόνο μάζευαν καρπούς (παρεμπιπτόντως, οι καρποί αποδείχτηκαν ιδιαιτέρως ωφέλιμοι, το κατάλαβες;) Θα υπομένω ο αφελής πως οι παράλληλες τέμνονται και πως καμιά ενστικτώδη πορεία διαβίωσης δεν διαρκεί επ’ άπειρον· με ποιο δικαίωμα θα απαξιώσεις εσύ και ο Ευκλείδης την ανάγκη να συναντηθούμε δυο άνθρωποι σε κάτι που δεν πρόλαβαν να επισημοποιήσουν τα βιβλία;

Πέμπτη 15 Απριλίου 2010

Παναγιώτης Πάκος, «Ο Μπόρχες κι Εγώ»

Κρατώντας την επίγευση από το εξαίσιο επιδόρπιο της συνάντησης με θέμα «Ο Μπόρχες κι Εγώ», πήραμε το δρόμο της επιστροφής. Αντί να πάρουμε το Μετρό, προτιμήσαμε να περπατήσουμε μέχρι το κέντρο. Κόβοντας δρόμο μέσα από τα στενά, για να αποφύγουμε την κίνηση, γρήγορα βρεθήκαμε «στο λαβύρινθο της πόλης, σαν χαμένοι» όπως λέει κι ο ποιητής. Παραδομένοι σε μια συζήτηση για όλα και για τίποτε, προχωρήσαμε στα μισοσκότεινα στενά, χαζεύοντας τα ονόματα των οδών, τα μισάνοιχτα παράθυρα, τα κλειστά συνεργεία, τα μπουρδέλα.
Λυχνίας σβησθείσης, πάσα γυνή ομοία, σχολίασε ο Μπόρχες, για να προσθέσει αμέσως μετά: Αθήνα, Νέα Υόρκη, Λονδίνο – όλες ίδιες, όταν πέφτει το σκοτάδι.
Χαμογέλασα με την ευρηματικότητά του, που κατάφερε μέσα σε μια φράση να φέρει κοντά τόσο μακρινές πόλεις, διασώζοντας ταυτόχρονα την αξιοπρέπεια όλων των γυναικών.
Μπουένος Άιρες, συμπλήρωσα, σε μια προσπάθεια να ανταποδώσω τη φιλοφρόνηση (αν ήταν φιλοφρόνηση). Δεν ξέρω αν με άκουσε. Είχε μείνει πίσω, με το βλέμμα καρφωμένο στα παπούτσια του, σαν κάτι να προσπαθεί να θυμηθεί.
Και Αλεξάνδρεια, είπε με έναν αδιόρατο δισταγμό.
Γιατί η Αλεξάνδρεια; ρώτησα. Σήκωσε το βλέμμα απότομα, λες και η αστοχία της ερώτησής μου τον συνέφερε από μια στιγμιαία απώλεια συνείδησης. Με έπιασε από το μπράτσο για να στηριχτεί.
Γιατί όχι; ρώτησε, με τη γνωστή, αφοπλιστική του αφέλεια. Ξεκίνησε να βηματίζει, τείνοντάς μου το χέρι να προχωρήσω μαζί του.
Κανείς από τους δυο μας δεν έχει βρεθεί στην Αλεξάνδρεια.
Αυτό είναι κάτι που μόνο η Αλεξάνδρεια μπορεί να γνωρίζει, αγαπητέ μου, απάντησε, προχωρώντας πάντα μισό βήμα μπροστά από μένα, όσο έπρεπε για να διατηρείται η απόσταση, χωρίς να χάνεται η επαφή μας. Είναι όμως πολύ μακριά για να ρωτήσουμε την ίδια – κι αμφιβάλλω αν θα αποκάλυπτε ποτέ τέτοιες ευαίσθητες πληροφορίες – οπότε προτείνω να επανέλθουμε στη συζήτησή μας. Τι ακριβώς σας προβληματίζει στο κείμενο ο «Μπόρχες κι Εγώ»;
– Η ταυτότητα του συγγραφέα, ασφαλώς. Εσείς ποιος πιστεύετε ότι έγραψε το κείμενο;
– Αυτό δεν είμαι σε θέση να το γνωρίζω. Το μόνο που μπορώ να σας πω με βεβαιότητα είναι ότι κανείς από τους δυο τους δεν το γνωρίζει.
– Κανείς από τους δυο σας, θέλετε να πείτε.
– Με κολακεύετε, αλλά φοβάμαι ότι δεν μπορώ να σφετεριστώ τη θέση κανενός από τους δυο. Ούτε μπορώ να φανταστώ ποιος από τους δυο τους θα δεχόταν να παραιτηθεί υπέρ μου.
Γύρισε προς το μέρος μου, σαν να ήθελε να σιγουρευτεί ότι δεν θα τον ακούσουν, και μου ψιθύρισε χαμογελώντας:
– Είναι και οι δυο τους ξεροκέφαλοι και αλαζόνες – τόσο ίδιοι κι ανυπόφοροι ο ένας για τον άλλο.
– Δεν εννοείτε, ελπίζω, ότι είστε ένας τρίτος Μπόρχες.
– Καλέ μου φίλε, ο Μπόρχες κι Εγώ είμαστε δυο διακριτές οντότητες. Εγώ είμαι Εγώ και ο Μπόρχες είναι ο Μπόρχες. Ασφαλώς εκείνος έχει πλέον τη δυνατότητα να πολλαπλασιάζεται σε δυο, τρία ή και σε εκατομμύρια είδωλα, αλλά Εγώ, ακόμη κι αν είχα το δικαίωμα, δεν θα επέτρεπα ποτέ στον εαυτό μου τέτοια σπατάλη.
– Κάθε στιγμή φοβάμαι ότι θα με παγιδεύσετε σε κάποιο από τα παιχνίδια σας.
– Προς Θεού, γιατί να το κάνω αυτό σε σας; Ίσα-ίσα, στο βαθμό που μπορώ, θέλω να σας βοηθήσω να βγείτε από το λαβύρινθο.

Χωρίς την αίσθηση ότι ξαναβρήκαμε το δρόμο μας, βρεθήκαμε στο Μεταξουργείο. Στο φανάρι της Αγίου Κωνσταντίνου, ο Μπόρχες με ρώτησε τι ώρα είναι. Έσπευσα να διευκολύνω την περίσταση.
– Έντεκα παρά είκοσι. Επιτρέψτε μου να σας φωνάξω ένα ταξί. Είναι αργά και θα σας περιμένουν στο ξενοδοχείο.
– Ναι, βέβαια, είπε κάπως διστακτικά. Είναι αργά, φαντάζομαι ότι θα έχετε πολύ δρόμο μέχρι το σπίτι σας.
Ένιωσα αμήχανα, συνειδητοποιώντας ότι εγώ ήμουν εκείνος που, σπεύδοντας να διευκολύνω την περίσταση, διέκοπτα τον περίπατό μας. Καθώς δεν υπήρχε δυνατότητα να αναιρέσω την παρεξήγηση, παρά μόνο γυρνώντας το χρόνο πίσω, χαμογέλασα κοιτώντας τον στα μάτια.
– Θα έχω την ευκαιρία να σας ξαναδώ;
– Δυστυχώς, δεν έχω περιθώριο επιλογής. Εσείς, όμως, μπορείτε να το ελπίζετε.
Μου άπλωσε το χέρι, καθώς μου υπενθύμιζε το πρόβλημα της όρασής του, κάνοντάς με να νιώσω ακόμη χειρότερα για την αδεξιότητά μου. Έκλεισα την παλάμη του στα δυο μου χέρια, δυνατά, για αρκετή ώρα, προσπαθώντας να του πω με τα χέρια όσα η γλώσσα μου ήταν ανίκανη να εκφράσει. Εκείνος χαμογέλασε.
– Η αγάπη και η πίστη σας με συγκινεί. Το μόνο που μένει είναι να με στείλετε να ξεπλυθώ στην κολυμπήθρα του Σιλωάμ!
Καθρεφτισμένη στο μειδίαμά του, η δυσκοίλια έκφραση στο πρόσωπό μου δεν άντεξε – εξερράγη σε ένα πλατύ χαμόγελο, ώσπου ξεσπάσαμε κι οι δυο σε ένα λυτρωτικό γέλιο. Του έσφιξα το χέρι άλλη μια φορά.
– Σας ευχαριστώ.
– Κι εμείς. Εννοώ, ο Μπόρχες κι Εγώ.
Χαμογέλασα ξανά στην προοπτική ότι θα συνεχίζαμε το παιχνίδι.
– Δηλαδή, δεν είστε εσείς ο Μπόρχες;
– Όχι περισσότερο από όσο είστε εσείς. Βλέπετε, αυτό το πρωτεϊκό πλάσμα – μιας και δεν μπορώ να τον χαρακτηρίσω άνθρωπο – έχει προσβάλει όλους μας σε τέτοιο βαθμό, ώστε να μην είναι δυνατό πλέον να διακρίνουμε ποιος είναι ο Μπόρχες και ποιος δεν είναι.
Άνοιξα βιαστικά την ταμπακιέρα και του πρόσφερα τσιγάρο. Το πήρε αφηρημένα, χωρίς να διακόψει το λόγο του.
– Αυτήν ακριβώς την οικουμενικότητά του, τη σχεδόν θεϊκή, αυτήν αποστρέφομαι και, ταυτόχρονα, σέβομαι και υπερασπίζομαι, αφού επάνω της μπορώ να εντοπίσω τη θεμελιώδη διαφορά μας και να διαχωρίσω τον εαυτό μου από εκείνον – μαζί με το γεγονός ότι αυτός πλέον είναι νεκρός κι έχει πλέον κατοχυρώσει τη θέση του στην αιωνιότητα. Δεν σας αρκούν αυτά ως απόδειξη ότι δεν είμαι ο Μπόρχες;
– Κάθε άλλο, μου αποδεικνύουν ότι είστε ο Μπόρχες. Παραδεχθείτε το.
– Μετά χαράς, αν παραδεχθείτε με τη σειρά σας ότι το «Ο Μπόρχες κι Εγώ» το γράψατε εσείς.
Μου έτεινε το τσιγάρο του για να το ανάψω, περιμένοντας την αντίδρασή μου.

Τετάρτη 14 Απριλίου 2010

Τόλης Καζαντζής, Τό Σίδερο


Στήν κατοχή καί μετά, φοβόμουνα μόλις νύχτωνε γιά τους δικούς μου. Συμμαζευόμουνα απ' τους πρώτους στό σπίτι κι άν δεν ερχόταν όλοι, δε μ' εύρισκε ησυχία. Κάποτε, όταν έρχονταν, κλείναμε τήν εξώπορτα καί τή σφαλίζαμε μ' ενα σίδερο. Όσο νά φτάσει όμως αυτή η ώρα με τρώγαν τά παράθυρα κι οι πόρ­τες κι όλο ψιλορωτούσα τους άλλους γι' αυτούς πού λείπανε, για­τί οί άλλοι με παράπαιρναν γι' αυτό μου τό κουσούρι. Έτσι, άμα κανείς αργούσε λίγο παραπάνω, έπιανα μιά γωνιά, έστηνα αφτί στον κάθε θόρυβο ώσπου στο τέλος απελπισμένος έβγαινα και πε­ρίμενα στό κατώφλι της εξώπορτας. Συχνά με πιάνανε τά κλάματα.

Εκείνο το βράδυ ο πατέρας μου άργησε πολύ κι εμένα μ' έζωσαν τα φίδια. Βγήκα στό κατώφλι καί περίμενα. Όμως ενώ γύρισε ο πατέρας μου, ενώ βάλαμε, τόβαλα μέ τά χέρια μου, τό σίδερο, δεν κατάφερα νά ησυχάσω. Έβλεπα τόν πατέρα μου χλω­μό καί νευρικό κι εκτός αυτού, κάτι σκόρπιες κουβέντες απ' τήν κρυφή συζήτηση πού είχαν οι μεγάλοι μεταξύ τους, κάτι μυστή­ριες σιωπές μ' έβαλαν στην υποψία πώς ο πατέρας μου είναι σε κίνδυνο. Νάμεινα ξάγρυπνος εκείνη τή νύχτα; Πάντως ο ύπνος μου ήταν ταραγμένος. Μονάχα τά χαράματα μέ πήρε ένας βαρύς ύπνος καί τό πρωί σάν ήρθε ή ώρα του σχολείου λές καί ήμουνα καρφωμένος στό στρώμα. Όταν σηκώθηκα νά τοιμαστώ, ό πα­τέρας μου είχε φύγει κι από τους άλλους δέ μπόρεσα νά κατα­λάβω τίποτε περισσότερο. Σχόλασα κι έτρεξα στό σπίτι, μά όσο κι αν πρόσεξα τή μάνα μου καί τή γιαγιά μου, δεν έβγαλα τίπο­τε. Μόνο πού μιλούσαν όλοι τους λιγότερο απ' το συνηθισμένο, έτσι μου φάνηκε τουλάχιστον, μ' όλα πού κάνανε ο καθένας τα καθημερινά τους. Έκανα και γω μια βαρκούλα από χαρτί, βγή­κα στό δρόμο κι έπαιζα μέσα σε μιά λακκούβα με βροχόνερα. Τό μάτι μου όμως καρφωμένο στό δρόμο απ' όπου θα φαινόταν ο πα­τέρας μου. Η βάρκα διαλύθηκε στα δάχτυλά μου κι άρχισα να γυρνάω στις κοντινές γειτονιές. Κατεβαίνοντας στο Ιπποδρόμιο, η μάνα μου με φώναξε για φαΐ. Έφαγα ανόρεχτα κι όταν ή μά­να μου μας είπε πώς ο πατέρας μου ειδοποίησε νά μην τόν περι­μένουμε τό μεσημέρι, μου κόπηκε η όρεξη γιά όλα. Πασάλιψα όπως όπως τά μαθήματα καί βγήκα έξω. Μπερδεύτηκα στά παι­γνίδια των άλλων κι όσο να πεις ξεχάστηκα. Όταν όμως πήρε νά βραδιάζει γύρισα βιαστικά στό σπίτι. Όλοι είχαν μαζευτεί νωρίς απόψε. Έβλεπα τους άλλους. Όχι, δέ μου φάνηκε. Όλοι τους ήτανε ανήσυχοι καί νευρικοί περιμένοντας τόν πατέρα μου νά γυρίσει. Κατέβηκα κρυφά καί βγήκα έξω. Είπα να κάτσω στό κατώφλι και να περιμένω, μά δέν μέ έφτανε καί πήγα στή γω­νιά νά βλέπω τό δρόμο μέχρι πέρα, όσο μπορούσα νά διακρίνω μέσα στό σκοτάδι. Άκουσα τη μάνα μου να μέ φωνάζει. Δέν απάν­τησα. Όσο πήγαινε σκοτείνιαζε περισσότερο. Σέ λιγάκι μόνο σκιές περνούσανε απ' τό δρόμο. Σκιές άγνωστες. Όμως τή σκιά του πατέρα μου την αναγνώρισα μέ το πρώτο. Τους γερτούς ώμους, τό ανοιχτό βήμα καί τή φαρδιά καμπαρντίνα. «Αυτός είναι» φώ­ναξα μέσα μου καί χύθηκα κατά πάνω του. Εκείνος μέ πήρε στην αγκαλιά του καί μου χαμογέλασε ήσυχα.

— Όλα καλά, μου ψιθύρισε κι εγώ κάτι έλειωσε μέσα μου καί μέ πήρε τό παράπονο.

Νά βάλουμε τό σίδερο μπαμπά, κατάφερα νά πω.

Νά τό βάλουμε γιε μου, απάντησε.

Έρνεστ Χεμινγουέη, Με έξι λέξεις


Κάποτε είπαν στον Χέμινγεϊ να διηγηθεί μία ιστορία με έξι λέξεις και εκείνος είπε:

“Πωλούνται παιδικά παπούτσια, δεν φορέθηκαν ποτέ.”

Κώστας Κοντοδήμος, Η νύχτα που το στρατόπεδο μύρισε κέδρο (1989)

Υπηρετούσε στο Λιτόχωρο, τώρα. Ταχυδρομικός, είχε κάποιο μέσον ο πατέρας του, τον βάλανε εκεί -- είναι καλύτερα, του είπαν. Προβλήματα δεν δημιουργούσε, λόγω ηλικίας δεν του κάνανε καψόνια, ε, λίγο απομονωμένος ήτανε, πάντως είχε μερικούς φίλους, βγαίνανε και πίνανε κανα ποτήρι.
Σάββατο. Έντεκα το βράδυ, έκλεισε το βιβλίο, το τακτοποίησε δίπλα στο χρηματοκιβώτιο κι επανέλαβε το νυχτερινό πρόγραμμα των δέκα μηνών της θητείας του: Αδειασμα καλαθιού αχρήστων, πρόχειρο ξεσκόνισμα του ταχυδρομείου, πλύσιμο δοντιών και ξύρισμα γονατιστός στο βρυσάκι του κήπου, να 'ναι έτοιμος το πρωί, επιστροφή και διπλοκλείδωμα -- τα λεφτά των επιταγών γαρ. Έβγαλε αρβύλες και φόρμα, έφερε και το τρανζιστοράκι κοντά του να σπάει τη μονοτονία και να μην ακούει την βροντώδη αναγνώριση που έκανε ο νέος σκοπός.
Η πόρτα χτύπησε δυνατά κι ενοχλητικά, σαν κάθε πόρτα που χτυπάει για να σε ξυπνήσει.
«Αντε και γαμήσου, ρε Σταύρο, νυχτιάτικα» φώναξε και άλλαξε πλευρό. Του την έκανε συχνά αυτή τη δουλειά ο σιτιστής. Έπαιρνε τη διανυκτέρευση, τά 'πινε ως τις τρεις το πρωί κι έπειτα, επειδή ντρεπότανε να πάει σπίτι του σουρωμένος, πήδαγε τη μάντρα κι ερχόταν στο ταχυδρομείο για να ξενερώσει κουβεντιάζοντας. Η πόρτα ξαναχτύπησε.
«Α στο διάλο» σηκώθηκε, κρύωνε κιόλας γιατί είχε σβήσει η ξυλόσομπα. Ξεκλείδωσε και χώθηκε πάλι κάτω απ' τις κουβέρτες.
«Πρέπει να ανοίξεις την πόρτα για να περάσω» είπε μια -- ασυνήθιστα λεπτή κι ευγενική, τουλάχιστον για σιτιστή -- φωνή.
«Ξεκλείδωτα είναι».
«Πρέπει να μου ανοίξεις εσύ» -- η φωνή είχε γίνει σχεδόν επιτακτική. Σηκώθηκε, όχι τόσο γιατί η φωνή ήταν επιτακτική, αλλά γιατί ήταν... γυναικεία.
Ανοιξε την πόρτα.
Το ζευγάρι πέρασε μέσα. Στάθηκαν κι οι δυο μπροστά στο πλαίσιο των επιταγών. Αν ήταν φάρσα, ήταν φοβερή. Κάθισε στο κρεβάτι -- φάτσα τους -- και τους κοίταζε με το στόμα ορθάνοιχτο.
Ήταν σκοτάδι κι όμως μπορούσε να τους δει -- να τους μελετήσει απ' την κορφή ως τα νύχια.
Ο άντρας ήταν καμμιά πενηνταριά χρονών, πολύ ψηλός και δεμένος, σαν συνταξιούχος παλαιστής ή νταβάς το πιο πιθανό -- άλλωστε το σφιχτό πρόσωπό του σημαδευόταν από μια βαθειά ουλή που ξεκίναγε πάνω απ' το δεξί μάτι, το οποίο έλειπε, κι έφτανε ως την άκρη των χειλιών του. Έδειχνε όμως αριστοκράτης, έτσι με τα ασημιά μαλλιά του, το κατάμαυρο κοστούμι με τη χρυσαφιά καρφίτσα στη μαύρη -- πάλι -- γραβάτα. Στηριζόταν σ' ένα ασημί και μαύρο μπαστούνι που ακούμπαγε στο δάπεδο μέσω τριών κεφαλιών που -- σαν κέρβερος -- στόλιζαν τη βάση του.
Αξιζε τον κόπο μιας προσεκτικότερης μελέτης ο προσκεκλημένος, μόνο που κάτι τέτοιο δεν έγινε, αφού δίπλα του στεκόταν η Γυναίκα.
«Η γυναίκα» συνήθιζε να λέει στις παρέες, μετά από κάποια ποτηράκια «δεν έχει ποτέ συγκεκριμένη ηλικία. Έχει μόνο γέννηση, ωρίμανση, γέννα και θάνατο».
Όμως το πλάσμα που στεκόταν μπροστά του, όχι μόνο δεν είχε ηλικία, αλλά και τίποτα δεν έδειχνε πως μπορούσε κάποτε να έχει γεννηθεί, να έχει κάνει έρωτα, να επαναληφθεί με αναπαραγωγή κι αποκλειόταν ποτέ να πεθάνει.
Ήταν ψηλή, ίσως κι ένα εβδομήντα πέντε. Τα μαλλιά της, ίσια και μακριά, πέφταν πολύ κάτω απ' τους ώμους-- όμως δεν είχαν σαφές χρώμα. Σαν φωτισμένα από φωτορρυθμικό, κυματιστά άλλαζαν χρωματισμούς και αποχρώσεις απ' τις πιο γήινες ως τις πλέον ονειρικές, σαν κάθε μια και κάθε τι που είχε -- ως τότε -- αγαπήσει ή ονειρευτεί.
Είχε δέρμα λευκό, κανονικά λευκό, εννοώ: Σαν χαρτί. ένα δέρμα που στήριζε ένα ουράνιο τόξο από μαλλιά. Είχε τεράστια γκρίζα μάτια, τα χείλη της χρωματιζόντουσαν από ένα νεκρικό μωβ. Το άσπρο φόρεμα φέγγιζε και, παρ' ότι ριχτό, κολλούσε πάνω της -- κάθε σημείο αναφοράς του φύλου της χρύσιζε μέσα απ' το ρούχο. Κάθε δάχτυλο των χεριών της ήταν στολισμένο μ' ένα τουλάχιστον χρυσό δαχτυλίδι, ήταν ξυπόλητη, τα νύχια ποδιών και χεριών φωσφόριζαν.
Όχι, δεν ήταν φάρσα. Ούτε στα έργα δεν γίνονται αυτά. Όνειρο ήταν. Όμορφο όνειρο. Αποφάσισε να το συνεχίσει.
Κοίταζε ακόμα την κοπέλα -- όχι πια με την εξεταστική ματιά του μελετητή ενός έργου τέχνης, αλλά με το πάθος ενός γοητευμένου αρσενικού.
Ο άνδρας του ζευγαριού είπε: «Είσαι σίγουρη ότι είναι αυτός;»

Η γυναίκα άνοιξε το φοριαμό, έβγαλε από την αριστερή τσέπη του παντελονιού του το πορτοφόλι και πρότεινε την κίτρινη ταυτότητα στον συνοδό της. Όλα αυτά με τέτοια φυσικότητα που θα έπειθαν όχι μόνο εκείνον, αλλά τον καθένα ότι ζει ένα όνειρο. Ο άνδρας επέστρεψε την ταυτότητα χαμογελώντας, αποκαλύπτοντας υπερβολικά μακρείς κυνόδοντες [Από τα όνειρα σπάνια λείπουν οι βρυκόλακες. Το πρόβλημα είναι η ζωή, αλλά αυτή είναι μια άλλη ιστορία].
«Καλό βράδυ» είπε στην κοπέλλα ο πενηντάρης. Και σ' εκείνον: «Σε παρακαλώ, στρατιώτη, μου ανοίγεις την πόρτα ... » Ο στρατιώτης του άνοιξε, ο κύριος βγήκε, ο στρατιώτης πήγε και κάθισε στο κρεβάτι για να ρουφήξει την εικόνα της γυναίκας, που σταμάτησε να κοιτάζει τα συστημένα γράμματα, και τον πλησίασε. Στάθηκε μπροστά του, το φόρεμά της ακούμπησε το πρόσωπό του -- αυτός ανατρίχιασε.
Κι ο κόσμος ολόκληρος μύρισε το άρωμά της: κέδρος.
Τα δαχτυλίδια της σχεδόν τον πλήγωσαν, καθώς τον τράβηξε κι έσφιξε το πρόσωπό του στο στήθος της. Έμειναν έτσι για μερικές στιγμές, στιγμές που εκείνος χάθηκε μέσα τους, ταξιδεύοντας πίσω, σε κάθε δευτερόλεπτο που είχε ζήσει.
Τον άφησε κι έκανε δυο βήματα πίσω, έτσι που να μπορεί να την βλέπει ολόκληρη.
«Θες να πάμε μια βόλτα;» τον ρώτησε.
Δεν ήταν σε θέση να απαντήσει. Πολύ περισσότερο αφού η γυναίκα, γονατισμένη, είχε αρχίσει να του φορά το παντελόνι. Σηκώθηκε όρθιος. Είχε χάσει πια κάθε έλεγχο. Αρκείτο να χαϊδεύει τα πολύχρωμα μαλλιά της, καθώς εκείνη του έδενε τα κορδόνια απ' τις αρβύλες. Τον έντυσε τέλεια, κούμπωσε κάθε τσέπη, όπως προβλέπεται. Πριν του φορέσει το τζόκεϋ τον φίλησε στο μέτωπο. Και στάθηκε στην πόρτα.
«Πρέπει να την ανοίγεις πάντα εσύ».
Την άνοιξε. Βγήκε πρώτη εκείνη, του πρότεινε το χέρι. Το έπιασε σαν για να κρατηθεί στη ζωή ή στο θάνατο. 'Η σε κάτι που έμοιαζε πολύ και στα δυο.
Προχώρησαν. Όχι κάπου συγκεκριμένα. Απλώς προχώρησαν μέσα στο στρατόπεδο. Ένας φαντάρος με φόρμα αγγαρείας και τζόκεϋ κι ένα ξυπόλητο κορίτσι με άσπρο -- σαν χαρτί -- δέρμα, μαλλιά που άλλαζαν χρώμα, νύχια που φωσφόριζαν...
«Αλτ, τις ει;» τους έκανε αναγνώριση ο νέος. Δεν έδωσαν σημασία. «Αλτ, τις ει;» επανέλαβε.
«Έλα ρε σειρά, ο ταχυδρόμος είμαι».
«Αλτ. Κανείς δεν περνάει αν δεν ξέρει τα συνθηματικά» · ο σκοπός είχε πάρει στα πολύ σοβαρά τον ρόλο του. Ψιθύρισε κι ένα νούμερο.
«Έξι» είπε με τη φωνή του συνοδού της η κοπέλα.
«Προχώρα στο παρασύνθημα».
«Αλάβαστρος».
«Ελεύθερος. Εξωτερική είσαι;» ρώτησε και του πρότεινε το βιβλίο.
«Εγώ δεν είμαι εξωτερική. Εσύ είσαι μαλάκας. Για κατούρημα πάω» είπε. Και στο κορίτσι: «Ευτυχώς που ήξερες τα συνθηματικά. Είναι ψώνιο ο τύπος».
Πριν τον φιλήσει, του χαμογέλασε. Τα μάτια της έλαμπαν σαν κάποιος να 'χε ρίξει, σπασμένον, έναν ολόκληρο αστερισμό στο καθένα τους. Τα δόντια της ήταν υπέροχα στοιχισμένα και έτσι τα δυο που εξείχαν δεν δίναν την αποκρουστική εικόνα των βρυκολάκων στα γκραν γκινιόλ έργα. Αντίθετα τον προκαλούσαν να τα αγγίξει ελαφρά με τα δάχτυλα. Πράγμα που έκανε, άλλωστε.
Βρέθηκαν στον όρχο, να την ξεναγεί στις καναδέζες, τα τζιπ και τα στάγιερ, να γελάνε με το σαράβαλο το ασθενοφόρο.
«Ελα, έχει πλάκα να το δεις από μέσα!».
Το κορίτσι στεκόταν με τα μάτια της στραμμένα προς το έδαφος. Δεν χαμογελούσε πια.
«Το σημάδι» είπε.
«Τι πράγμα;».
«Το σημάδι».
Γύρισε κι είδε τον κόκκινο σταυρό.
«Α ναι» χαμογέλασε. «Ξέχασα πως είσαι βαμπίρ». Την αγκάλιασε και προχώρησαν προς τα μαγειρεία, που για πρώτη φορά στην ιστορία του ενδόξου ελληνικού στρατού μύρισαν κέδρο.
«Δεν σ' ενοχλούν οι σταυροί της σημαίας που είναι παντού;» τη ρώτησε.
«Τους υπερασπίζεσαι εσύ» του απάντησε κολλώντας πάνω του.
Συνέχισαν τη βόλτα στο στρατόπεδο. Οι άλλοι σκοποί δεν τους ενόχλησαν. «Ένας ακόμα παιγμένος, που δεν έχει ύπνο».
Είχαν φτάσει, πια, μπροστά στο διοικητήριο. Έκατσαν απέναντι απ' την είσοδο στα παγκάκια. Το συντριβάνι ειδικά εκείνη τη νύχτα δούλευε.
«Ποια είσαι;» ρώτησε, έτσι, για να ρωτήσει. Το κορίτσι σηκώθηκε, στήριξε τα χέρια στους ώμους του κι άφησε τα μαλλιά της να πέσουν και να τυλίξουν το κεφάλι του. Και τότε κατάλαβε. Αν και η λέξη κατάλαβε δεν του έλεγε τίποτα πια. Είδε:
Κάθε τρίχα των μαλλιών της ήτανε μια οθόνη. Και κάθε οθόνη μια ιστορία ζωής, έρωτα, θανάτου, κάθε στιγμή και μια τρίχα, κάθε στιγμή, κάθε τρίχα, μια ιστορία -- έγχρωμη υπερπαραγωγή, δίχως αρχή, δίχως τέλος, μόνο ζωή:
Ανθρωποι να προσπαθούνε να σωθούν από πλημμύρες, τελετουργίες των Ινκας, αρχαίοι ναοί και διαπλανητικά ταξίδια, εκτελέσεις αθώων και γλέντια τρομερά, μάγισσες να πεθαίνουν στην πυρά, παιδιά να φιλιούνται, παιδιά ν' αυτοκτονούν, συγγραφείς να γράφουν, διαμάντινα βραχιόλια κλεμμένα από χέρια πριγκιπισσών, ιππότες, σφραγίδες για φοβερά μυστικά, επαναστάσεις που χάθηκαν, επαναστάσεις που άλλαζαν τον κόσμο μια τελεία, άλλες που δεν τον άλλαζαν διόλου, όλα να μπλέκουν, καθώς τα μαλλιά κουνιόντουσαν με κάθε ελαφρό φύσημα του αέρα κι εκείνος θεατής, εκείνος πρωταγωνιστής και θεός, και η γυναίκα πάνω του να ψιθυρίζει μαγικά κάθε διάλογο κάθε ιστορίας και με τα δάχτυλα να του πιέζει τους ώμους. Κι αυτός να θέλει να τα δει, να τα μάθει να τα ζήσει όλα.
Της το είπε.
«Ναι» του απάντησε. «Έτσι θα γίνει».
Τράβηξε τα μαλλιά της, του έδωσε το χέρι της. Γύρισαν στο ταχυδρομείο. Της άνοιξε. Μπήκαν. Το κορίτσι με το χρώμα του χαρτιού έβγαλε το φόρεμα. Κι αν κάθε τρίχα των μαλλιών της ήταν και μια ιστορία, κάθε σημείο του άσπρου κορμιού της ήταν ολόκληρη η ιστορία ενός παρθένου, ανεξερεύνητου κι ανεξήγητου κόσμου.
Στάθηκε για λίγο μπροστά του, ντυμένη μονάχα έρωτα κι άρωμα κέδρου. Κι έπειτα έσκυψε να του βγάλει τις αρβύλες. Τον έγδυσε. Σαν μάγισσα, σαν πόρνη και σαν ντροπαλό κορίτσι που πρώτη φορά θα δει άνδρα γυμνό. Κι έπειτα ξάπλωσε δίπλα του. Κι ένιωσε το σώμα, το αίμα, τα χείλη και τα δόντια της.
Την επομένη όλοι σχολιάσαν τα κοψίματα στο λαιμό του· ήταν ο πιο έμπειρος, λόγω ηλικίας, στο ξύρισμα δεν κοβόταν ποτέ. Δεν απαντούσε, απλώς χαμογέλαγε. Χαμογέλαγε κι όταν ο μάγειρας πήρε τιμητική απ' τον Ταξίαρχο, γιατί δεν βρώμαγαν -- αντίθετα μύριζαν υπέροχα -- τα μαγειρεία, χαμογέλαγε ακόμα κι όταν έφαγε την δεκάρα ο οδηγός του ασθενοφόρου με τον μουτζουρωμένο με φούμο και λάσπη ερυθρό σταυρό.
Χαμογέλαγε ακόμα κι όταν ο τηλεφωνητής που διανυκτέρευε την προηγουμένη, τον ρώτησε τι ήταν αυτό που φώτιζε τη νύχτα το ταχυδρομείο.
«Θα σου δείξω κάποιο βράδυ» του είπε.
Και του έδειξε. Λίγα βράδια αργότερα, εκτός από το ταχυδρομείο άρχισε και το Κέντρο Επικοινωνιών να φωτίζεται μετά τα μεσάνυχτα κι έπειτα το ίδιο συνέβη με τη στρατονομία, τα εστιατόρια και το λόχο κι όλο το στρατόπεδο μύριζε κέδρο και έρωτα.
Ήρθαν έπειτα από μερικούς μήνες κι οι μεταθέσεις, σκόρπισαν, σκορπίσαμε όλοι οι φαντάροι της σειράς σε φρουρές τρίτου κύκλου, σ' όλη την Ελλάδα.
Και, με τον καιρό, ένα φωτάκι από 'δω, μια λάμψη από 'κει, και η χώρα ολόκληρη μοσχοβόλησε κέδρο κι έλαμψε από τους στρατώνες της και οι στρατιώτες μετέτρεψαν την πλήξη και το θάνατο σ' απορία, έκπληξη κι έρωτα. κι η αγγαρεία δεν σκούπιζε τα πρωινά τη χρυσόσκονη των ονείρων· κι οι υποθήκες των ηρωικών μας προγόνων χώθηκαν οριστικά στα μουσεία, να κάνουν παρέα στις νεκροκεφαλές τους· και τα ασθενοφόρα δεν είχαν πια σταυρούς, γιατί δεν χρειαζόντουσαν πια ασθενοφόρα.
Κι όλοι χαμογελούσαν, και κανείς επόπτης δεν τολμούσε να ενοχλήσει φαντάρο όταν εκείνος ονειροπολούσε στη σκοπιά.

Αλέκος Παπαδόπουλος, Λάθος Οδηγίες

Κοίταξα το έγγραφο μπροστά μου. Αφαιρέστε την ασφάλεια. Στοχεύστε στο κέντρο. Πιέστε τη λαβή.

Τη σκανδάλη, ηλίθιοι, πιέστε τη σκανδάλη. Βλέπετε, η ζωή σου χαμογελά –αλλά με ματωμένο στόμα, κι αφού της έχεις σπάσει τα δόντια. Το έμαθα αυτό όταν σερνόμουν εκλιπαρώντας στις παγωμένες τρώγλες του Τιτάνα… Το έμαθα στις εναέριες πολιτείες της Αφροδίτης, όταν με κρέμασαν ανάποδα στο κενό για μια μικρή προμήθεια που είχα κρατήσει από κάτι χαπάκια που ντήλαρα... Το έμαθα όταν κουρσεύαμε τα τουριστικά στη ζώνη των αστεροειδών, πετσοκόβοντας τους επιβάτες για ιστούς, μυελό, νεφρά και πάγκρεας –τα σκάφη μας, σιγά μην είχαν καλές μονώσεις για την κοσμική ακτινοβολία…

…Το έμαθα καλά λοιπόν, πως όταν αφαιρείς την ασφάλεια και στοχεύεις στο κέντρο, μετά μόνο τη σκανδάλη μπορείς να πιέσεις. Και δείτε με τώρα, τρεις δεκαετίες και μπόλικες δολοφονίες μετά, σεβαστό κυβερνήτη του Άρη, δημοκρατικά εκλεγμένο, να μου φέρνουν τέτοιες αηδίες να εγκρίνω.

Έβαλα μια φωνή κι ο γραμματέας ήρθε τρέχοντας.

«Τι σκατά είναι αυτά που μου έφερες εδώ;» ούρλιαξα.

Αυτός ήταν της καριέρας, καλό στέλεχος που μαζοχιζόταν μαζί μου και του άρεσε.

«Ε… κυβερνήτα, το Τεχνικό Τμήμα το έγραψε, είναι το κείμενο οδηγιών για τους νέους πυροσβεστήρες σε μηδενική βαρύτητα…», είπε κομπιάζοντας.

Πήρα δολοφονικό βλέμμα και είπα με χαμηλή φωνή, «έχει δει ποτέ φωτιά το Τεχνικό Τμήμα; Έχει νιώσει την κάψα που μαυρίζει και τ’ οξυγόνο να λιγοστεύει;» –όσο το σκεφτόμουν έπαιρνα ανάποδες, κι ανέβαζα στροφές– «ξέρει το γαμημένο Τεχνικό Τμήμα τι θα πει να γλείφουν οι φλόγες τη στολή σου; Ξέρει τι θα πει να προσπαθείς να σβήσεις τη φωτιά που καίει τα σπλάχνα; Τα σπλάχνα που πρέπει να κρατήσεις άθικτα αν θέλεις να ζεις την επόμενη ώρα; Δεν ξέρουν οι ηλίθιοι ότι στοχεύεις στη βάση, γαμώ το κέρατό μου, στη βάση της φωτιάς;» –φώναζα κι ο γραμματέας καύλωνε– «γιατί αν στοχεύσεις στο κέντρο το αέριο θα φύγει προς τα πάνω λόγω της έλλειψης βαρύτητας και της άνωσης της φλόγας, και θα λειτουργήσει σαν ενισχυτικό της φωτιάς και θα πάμε όλοι κατά διαόλου;” –ούρλιαζα πλέον ανεξέλεγκτα. Ήταν ώρα να ηρεμήσω.

Κάθισα πιο στητός στο γραφείο μου κι έπιασα το κεφάλι μου.

«Είναι δυνατόν να εμπιστευόμαστε τις ζωές των συμπολιτών μας σε τέτοιους άσχετους;» αναρωτήθηκα πιο ήρεμα –και πιο απειλητικά.

Ο γραμματέας μαζεύτηκε. «Θα τους το επιστρέψω για διόρθωση, είπατε ‘στη βάση’, έτσι; Ναι στη βάση, προφανώς, μα, αν είναι δυνατόν, να είναι τόσο απρόσεχτοι», μουρμούριζε τρέμοντας καθώς πλησίαζε το γραφείο μου για να πάρει το έγγραφο.

Αλλά δεν είχαμε τελειώσει.

«Και πού ’σαι», του είπα με τόνο χαλαρό, «αυτό το ‘αφαιρέστε την ασφάλεια’ δεν μου αρέσει, κάνει κακό στην ψυχολογία. Στον Άρη χρειαζόμαστε την ασφάλεια πάνω από κάθε τι, δεν μπορεί να βγαίνει από το γραφείο του Κυβερνήτη οδηγία ‘αφαιρέστε την ασφάλεια’, τι θα σκεφτεί ο κόσμος; Να γράψουν κάτι άλλο, ‘ανοίξτε την ασφάλεια’, ‘μετακινήστε την ασφάλεια’, κάτι τέτοιο, ή καλύτερα να ονομάσουν την ασφάλεια αλλιώς, να την ονομάσουν… διακόπτη, εμπόδιο, ‘αφαιρέστε το εμπόδιο’, ναι, μ’ αρέσει αυτό, είναι πολιτικά ορθό…»

«…Λοιπόν», είπα με τελεσίδικο ύφος, «‘Αφαιρέστε το εμπόδιο, στοχεύστε στη βάση, πατήστε τη σκανδάλη’ –και να το έχω στο γραφείο μου σε δεκαπέντε λεπτά», έβαλα πάλι τις φωνές.

Ο γραμματέας με κοίταξε χάσκοντας. Τον κοίταξα κι εγώ.

«Τη ‘σκανδάλη’, είπατε; Όχι τη λαβή; Ο πυροσβεστήρας έχει λαβή, δεν έχει σκανδ–»

Σηκώθηκα απότομα και του έκανα κεφαλοκλείδωμα. Έβαλα το στόμα μου κοντά στο αυτί του και ψιθύρισα, «αγόρι μου, να τους βάλεις τότε να το ξαναφτιάξουν, κι αυτή τη φορά να έχει σκανδάλη» –και μετά τον άφησα να πάει να κάνει μια φορά σωστά τη δουλειά του.

Ρίχτηκα στην κυβερνητική καρέκλα αναστενάζοντας. Πώς διάβολο βγήκαμε στο διάστημα όταν δεν μπορούμε να γράψουμε σωστές οδηγίες εννιά λέξεων; Εκ των οποίων οι τρεις συνδετικές; Αλλά γι αυτό υπάρχουν άνθρωποι σαν κι εμένα. Για να βάζω τους ανθρώπους να κάνουν σωστά τη δουλειά τους.

Όμως μερικές φορές, πραγματικά δεν μπορώ να καταλάβω, ειλικρινά, μένω άφωνος. Είναι δυνατόν να έρχονται οι διαπραγματεύσεις με τα καθάρματα που ελέγχουν τους δακτυλίους του Κρόνου, που δε δίνουν νερό ούτε στη μάνα τους, και να μην έχουμε ένα όπλο της προκοπής για να τους εκβιάσουμε; Είναι δυνατόν να πας να λιώσεις τον πάγο πιέζοντας τη λαβή; Είναι δυνατόν να εμπιστεύομαι τη ζωή και το νερό των συμπολιτών μου σε τέτοιους άσχετους; Κράτησα μια σημείωση, ν’ απολύσω όλο το Τεχνικό Τμήμα, κι ένιωσα πιο ήρεμος. Θα μου τον έφερναν τον πυροσβεστήρα μου, θα μου τον έφτιαχναν όπως έπρεπε. Αυτόν που θα έσβηνε τη φωτιά που καίει στα σωθικά των ψηφοφόρων μου από τη δίψα. Γιατί αλλιώς… πάνε οι επόμενες εκλογές.

Διόρθωσα τη σημείωση –να τους απέλυα μετά τις οριστικές δοκιμές του νέου όπλου– μην γίνει καμιά στραβή και ξεχαστώ και βιαστώ. Βλέπετε, αν τα κατάφερα σ’ αυτή τη ζωή, είναι γιατί έμαθα πως αν θες να δεις χαμόγελα, τα πρώτα δόντια που πρέπει να σπάσεις είναι τα δικά σου. Έστρεψα την καρέκλα μου για να χαζέψω τα κόκκινα βουνά του Άρη. Κι ένιωσα ξανά ταπεινός, όπως κάθε ηγέτης πρέπει να νιώθει πού και πού: όλοι σκουλήκια είμαστε, το θέμα είναι ποιος ξέρει να γράφει οδηγίες.

Παραρλάμα , του Δημοσθένη Βουτυρά

Κάποτε του Φάρμα του ερχότανε και αναμνήσεις. Και θυμόταν ότι είχε πατέρα, που φορούσε φέσι και κόκκινο ζωνάρι, και μάνα, της οποίας είχε ξεχάσει και αυτής τη μορφή, που φορούσε τσεμπέρι. 'Aλλο τίποτα! Όλα τα άλλα τα είχε φάει το γύρισμα της ρόδας και έπειτα το κρασί, που έπινε για ξεκούρασμα. Αλλά τι ήθελε να θυμάται; Τη γυναίκα την είχε λησμονήσει και κανείς δαίμονας δεν καταδεχόταν να του τη φέρει στο νου για να τον πειράξει. Όταν κάποτε έβλεπε καμιά να έρχεται μέσα στο κατάστημα, την κοίταζε χάσκοντας, σαν παράξενο πράγμα που πρώτη φορά το έβλεπε.
Οι τεχνίτες τον περίπαιζαν. Αυτός δεν απαντούσε ποτέ. Σχεδόν είχε χάσει τη λαλιά του. Μόνο αισθανότανε μίσος, το μόνο ανθρώπινο που του έμεινε. Δε γελούσε ποτέ, είχε απομάθει να γελά και κανείς ποτέ δεν τον είδε έστω και να χαμογελά. Το μόνο, μέσα στο σβησμένο και έρημο από άλλα αισθήματα σώμα του, που έμεινε ήτανε το μίσος, όπως μένει, σε ερειπωμένο σπίτι ή πύργο, φίδι.
Όταν εσχόλαζε, έπινε όσο που μεθούσε, και έτσι παραμιλώντας, χωρίς να εννοεί κανείς τι έλεγε, σαν να μιλούσε τη γλώσσα της ρόδας, επήγαινε να κοιμηθεί. Είχε και παρέα στο κρασοπουλειό που πήγαινε, αλλ' ήταν σ' αυτή σα βουβό της πρόσωπο. Φαινότανε μόνο να προσέχει σε ό,τι λέγανε. Δύσκολα όμως να του μείνει τίποτα στο νου απ' ό,τι άκουγε, όλα περνούσανε δίχως ν' αφήσουν ίχνος. Μια βραδιά, άκουσε κάποιον πολύξερο της παρέας να διηγείται κάτι της Γραφής. Έλεγε για το χέρι κείνο που είχε γράψει στο συμπόσιο του Βαλτασάρ τις λέξεις: Μενέ, Μενέ θεκέλ, ου φαρσίν. Και ότι οι λέξεις είχαν φέρει τον τρόμο στο βασιλέα και σε όλους τους άλλους του συμποσίου και κανείς δεν βρισκότανε να τις εξηγήσει τι εννοούσαν. Αυτά τα άκουσε με προσοχή μεγάλη, ανοίγοντας τα και τα μάτια του τρομαχτικά. Ήτανε το μόνο που μπόρεσε να χαραχθεί στο νου του μαζί με τους κρότους της ρόδας.
Την άλλη βραδιά, άμα εσχόλασε, αντί να πάει στο κρασοπουλειό, διευθύνθηκε στο δωμάτιό του. Είχε συγκάτοικο έναν πατριώτη του, ο οποίος πήγαινε πολύ ενωρίς και κοιμότανε. Την πόρτα ποτέ δεν την έκλειναν και μπήκε ο Φάρμας χωρίς να μεταχειρισθεί κλειδί ή να χτυπήσει. Ο συγκάτοικος ήτανε κει και κοιμότανε. Ένα λυχναράκι έκαιε πάνω στο τραπέζι και φώτιζε ένα ξερό κομμάτι ψωμί και τρεις ελιές σάπιες, βαλμένες αντί σε πιάτο, σ' ένα χαρτί κίτρινο. Μια μύγα, άγνωστο γιατί, ξενυχτούσε, καθότανε πάνω στο ξεροκόμματο του ψωμιού συλλογισμένη. Ο Φάρμας έμεινε αρκετή ώρα συλλογισμένος κι αυτός, έπειτα έφυγε γρήγορα και πήρε το δρόμο του καταστήματος που δούλευε, κοιτάζοντας κάποτε, καθώς πήγαινε, την ημισέληνο, που του φαινότανε σαν χρυσό λαμπερό ψάρι φτερωτό. Το κατάστημα είχε και αυλή πίσω, και απ' εκεί πήγε. Ανέβηκε σε μια ελιά, μια ψωριασμένη ελιά που ήταν απ' έξω, και απ' εκεί ο άνθρωπος της ρόδας και του κρασιού ελαφρός πήδησε στην αυλή. Φύλακας δεν έμενε στο κατάστημα άλλος από ένα σκυλί, αλλ' αυτό πήγε κοντά του, μετά από ένα μικρό γάβγισμα, και του έγλειψε τα χέρια. Μπήκε μέσα από ένα φεγγίτη πόρτας, όπου στήριξε μια μισοσπασμένη σκάλα. Στάθηκε στην κάτω αίθουσα, όπου ήτανε μεγάλα εργαλεία και τα γραφεία του καταστηματάρχη. Εκεί άναψε ένα σπίρτο και, αφού κοίταξε σαν να ζητούσε κάτι στον τοίχο, ανέβηκε σ' ένα εργαλείο και άρχισε να γράφει στον τοίχο με κάρβουνο μια λέξη: "Παραρλάμα."
Ήταν φανταστική η λέξη, του την είχε βγάλει το κρανίο του, αλλά του φαινότανε να λέει κάτι κακό. Έφυγε όπως είχε πάει. Το πρωί, όταν πήγε στην εργασία, επρόσεχε να δει τι θα γίνει για τη λέξη. Και δεν πέρασε πολύ και άκουσε τη φωνή του καταστηματάρχη να φωνάζει: "Τι είναι αυτό εκεί; Ποιος το 'γραψε αυτό;"Η φωνή του καταστηματάρχη ήταν σα φοβισμένη. Όλοι άφησαν τις δουλειές τους και τρέξανε να δουν. "Παραρλάμα!" Η λέξη που βγήκε από το κρανίο του βρισκότανε στα χείλια όλων. Μα ποιος την έγραψε; Επρόβαλε και αυτός το πρόσωπό του από πάνω από τη σκάλα και κοίταξε. Κανείς δεν ημπορούσε να υποπτευθεί αυτόν, και ούτε ακόμα παρατήρησαν ότι δεν έτρεξε και αυτός να δει.Ο αρχιτεχνίτης αυτόν έβαλε να τη σβήσει. Και την έσβησε λέγοντας σιγά σιγά τη λέξη. Τη νύχτα έκανε πάλι το ίδιο. Λαλά τη λέξη δεν την έγραψε τώρα με κάρβουνο, αλλά με χρώμα κόκκινο: "Παραρλάμα."
Το πρωί άλλος θόρυβος. Ο καταστηματάρχης κιτρίνισε πολύ. Ζητούσε τον άνθρωπο, αλλ' έξαφνα φοβήθηκε μη δεν ήταν άνθρωπος. Και όμως είπε δυνατά: "Πρέπει να βρεθεί!"
Η ιδέα πάλι μην κάποιος ήθελε να παίξει, να τον γελωτοποιήσει, τον έκανε έξω φρενών και φώναζε ότι θα τους διώξει όλους. Ο Φάρμας άκουσε τους τεχνίτες να λένε μεταξύ τους, μην φροντίζοντας γι' αυτόν, όπως και για το σκύλο, το φύλακα, ότι φάντασμα θα βγαίνει στο κατάστημα και αυτό θα το έγραφε! Και οι τεχνίτες έμειναν πεισμένοι ότι φάντασμα, δίχως άλλο, βγαίνει τη νύχτα και γράφει αυτή την παράξενη λέξη που κάτι θα σήμαινε στη δική του γλώσσα. Τη νύχτα, ο κύριος του καταστήματος έβαλε φύλακες. Το πρωί δεν υπήρχε η λέξη. Αλλά σε λίγο, καθώς ο καταστηματάρχης έμπαινε, η λέξη ήτανε πάλι στον τοίχο, γραμμένη με τα κόκκινα γράμματά της. Ο Φάρμας είχε βρει την ευκαιρία και την είχε γράψει. Όλοι στο πόδι. Ο καταστηματάρχης ταραγμένος, κίτρινος, ο αρχιτεχνίτης, οι τεχνίτες, όλοι στεκότανε μαρμαρωμένοι εμπρός στα κόκκινα γράμματα, που κάτι θα σήμαιναν κακό μεγάλο.
"Παραρλάμα."
Οι τεχνίτες άρχισαν να ορκίζονται τους μεγαλύτερούς των όρκους, πολλοί έκλαιγαν ότι δεν γνωρίζουν τίποτα, δεν ξέρουν ποιος τα γράφει, αλλά κάποιος, κάποιο... Ήθελαν να πουν φάντασμα, αλλά δεν τολμούσαν... Ο Φάρμας φάνηκε από ψηλά να κοιτάζει. Έπειτα τραβήχτηκε γρήγορα και πήγε κοντά στη ρόδα, κι εκεί κρατώντας το χερούλι της γέλασε, ύστερα από τόσα χρόνια, ένα σιωπηλό γέλιο!...

Τρίτη 13 Απριλίου 2010

Augusto Monterroso, Μικροκείμενα


ΤΟ ΜΑΥΡΟ ΠΡΟΒΑΤΟ

ΣΕ ΜΙΑ ΜΑΚΡΙΝΗ ΧΩΡΑ υπήρξε πριν από πολλά χρόνια ένα μαύρο Πρόβατο.
Πήγε τουφεκισμένο.
Έναν αιώνα μετά, το κοπάδι μετανιώνοντας του ύψωσε ένα άγαλμα ιππέα που πήγαινε πολύ καλά με το πάρκο.
Έτσι, εν συνεχεία, κάθε φορά που εμφανίζονταν μαύρα πρόβατα τα περνούσαν γρήγορα από τα όπλα ώστε οι μέλλουσες γενιές από κανονικά και κοινά πρόβατα να μπορούν να εξασκούνται επίσης στη γλυπτική.

Ο ΚΑΘΡΕΦΤΗΣ ΠΟΥ ΔΕΝ ΜΠΟΡΟΥΣΕ ΝΑ ΚΟΙΜΗΘΕΙ

ΥΠΗΡΧΕ μια φορά ένας Καθρέφτης του χεριού που όταν έμενε μόνος και κανείς δεν βλεπόταν σ’ αυτόν, ένιωθε άσχημα, σαν να μην υπήρχε, και ίσως είχε δίκιο ∙ αλλά οι άλλοι καθρέφτες τον κορόιδευαν, και όταν τις νύχτες τους φύλαγαν στο ίδιο συρτάρι του μπουντουάρ κοιμούνταν του καλού καιρού ικανοποιημένοι, ξένοι στην ανησυχία του νευρωτικού.

Η ΟΝΕΙΡΕΥΟΜΕΝΗ ΚΑΤΣΑΡΙΔΑ

ΗΤΑΝ μια φορά μια Κατσαρίδα ονομαζόμενη Γρηγόριος Σάμσα που ονειρευόταν πως ήταν μια Κατσαρίδα ονομαζόμενη Φραντς Κάφκα που ονειρευόταν πως ήταν ένας συγγραφέας που έγραφε σχετικά με έναν υπάλληλο ονομαζόμενο Γρηγόριο Σάμσα που ονειρευόταν ότι είναι μια Κατσαρίδα.

Ο ΜΥΘΟΛΟΓΟΣ ΚΑΙ ΟΙ ΚΡΙΤΙΚΟΙ ΤΟΥ

ΣΤΟ ΔΑΣΟΣ ζούσε πριν πολύ καιρό ένας Μυθολόγος του οποίου οι κρινόμενοι μαζεύτηκαν μια μέρα και τον επισκέφτηκαν για να του παραπονεθούν (προσποιούμενοι χαρούμενα πως δεν μιλούσαν γι αυτούς αλλά για άλλους), με βάση το ότι οι κριτικές του δεν γεννιούνταν από καλή θέληση αλλά από μίσος.
Όταν αυτός συμφώνησε, εκείνοι εξαφανίστηκαν τρέχοντας, όπως τη φορά που ο Τζίτζικας αποφάσισε και είπε στο Μυρμήγκι όλα όσα είχε να του πει.

***
Μετ. Β.Λ.

Ναπολέων Λαπαθιώτης, Tα μαραμένα μάτια

Oτι είχε γυρίσει ο Λόχος απ' το γυμνάσιο... Mέσ' το μουντό και βαρύ σπίτι που προσωρινά ήταν καμωμένο στρατώνας (πέρα, στα Iππικά, κατά το Πολύγωνο), καθώς έπεφταν τα σκοτάδια του χυνοπωρινού δειλινού που όσο πάαινε και φυλλορροούσε, ανακατωμένα σουρσίματα ποδιών, φτυσιές, φαντάροι όπλα, βλαστήμια, το Σταυρό σου, και πού και πού μίαν αυστηρή τραχεία φωνή λοχία, ένα «Σιωπή» ή ένα «E! Σκασμός» να δεσπόζη μεσ' το πολυτάραχο κι' αποκανωμένο ανθρωπομάζωμα.
Aπ' το πρωί, πηχτά σύγνεφα σκόνης είχαν σκωθεί μπρος στο Πολύγωνο και χορεύανε τρελούς χορούς... Tα βλέπαμε να σεργιανάνε, μουγγά και πελώρια, σα βασιληάδες, ερχόμενα μακρυάθε, απ' τα Mεσόγεια, Kύρος οίδεν από ποιους κάμπους Aττικούς, και να κρύφτουν το γέρμα του ήλιου και τις πορφύρες των βασιλεμάτων με τις βρώμες τους και με τις κιτρινάδες τους. Tα μάτια στραβωνόντουσαν, και τα δόντια γιομίζαν χώματα.
Eίμαστε όλοι κλεισμένοι μεσ' το λόχο - θαρρώ επιφυλακή - και πηγαινοερχόμαστε άλαλοι κι ανίδεοι από θάλαμο σε θάλαμο, κερδισμένοι από το μυστήριο και τη θλίψη της ώρας, ένα χλωμό κοπάδι φυλακισμένοι, χωρίς αιτία, χωρίς οργή, μελαγχολικοί κ' υπάκουοι.
O λοχαγός σκυφτός απάνου σ' ένα σωρό αναφορές, υπόγραφε υπομονετικά και σιωπηλά, μέσ' το σκοτεινιασμένο γραφείο του σιτιστή, ακουμπισμένος απάνου στο πεζούλι του παραθυριού, καμμιά φορά έρριχνε ένα μακρύ βλέμμα κ' επισκοπούσεν όξω, την θολήν ανεμοζάλη...
Oι φαντάροι μασσούσανε τώρα μια φέτα κουραμάνα, όλοι μαζί, διπλωμένοι μεσ' τη σκιά, απάνου σ' τις κουβέρτες ή όρθιοι στις γωνιές, ή πεσμένοι τ' ανάσκελα σα συντριμμένοι...
Eγώ βολτάριζα σ' τη κοριντόρια κι' άκουγα το γοερό ούρλιαγμα του ανέμου, διπλοτυλιγμένος σ' τη μαντύα μου, και νοερά παρακολουθώντας έναν σωρόν αλλόκοτες κι' άρρωστες σκέψεις που μου κυβερνούσαν την ψυχήν, σαν ηδονές και σα βραχνάδες.
Eνας μικρός δεκανέας ήρτε σιμά μου, ψόφιος για κουβέντα, κάτι βαρύ ήταν μέσ' την ψυχή του κι' αυτουνού μα τόρριχνε στ’ αστεία, και σπασμωδικά γελούσε.
- Λοιπόν, συνάδελφε, τι χαμπάρια; Πότε θα υπογραφτή η ειρήνη;
Hταν ένα κοντό, μελαχροινό παιδί, μ' ένα σημάδι σ' το δεξί μάγουλο, κληρωτός, απ' τη Σμύρνη. Oταν χαμογελούσε φέγγανε τα δόντια του, άσπρα και πλατειά, σαν κομπολόι από μαργαριτάρια. Eίχε δεμένο το ένα χέρι με το μαντήλι, δεν ξέρω γιατί...
Tου αποκρίθηκα όσο μπορούσα πιο σύντομα και πάλε αποτραβήχτηκα, ακλουθώντας το νήμα των χαμένων μου ιδεών, και μουρμουρίζοντας ένα ξεχασμένο στίχο του Mαλλαρμέ καν του Bεράρεν, δε θυμάμαι πια...
Tότε... τα είδα!
Tα είδα!...
Ω! ναι, ναι. Δύο βήματα από μένα, εκεί, ξαφνικά, ανάμεσ' απ' τον τρίτο θάλαμο και το μεσαίο διάδρομο, στραμμένα προς τη σκάλα...
Tα μαραμένα μάτια...
(Kυττάζανε μακρυά, μακρυά, σα ζητημένα από το πέρα συλλοϊσμένα, αφαιρεμένα και στυλωτά, καθώς όταν ένα λαμπερό αντικείμενο μας τα καρφώνει σε μίαν υπνωτικήν ακινησία - σαν τραβημμένα από μαγνήτες! τάχα τα σύννεφα της σκόνης - ή μην κάποιο σπιτάκι, μέσ' τα πεύκα, - ή μην ένα χεράκι κοπελλιάς όπου κεντάει;...).
Bαριές τώρα οι σκιές οι βραδινές, σαν πηχτά βαρειά κομμάτια, πλακώναν την στρατώνα. Tη λάμπα ανάψανε μεσ' το γραφείο και κουβεντιάζουνε. O δεκανένας της εβδομάδας ζωσμένος τις μπαλάσκες, υποστηρίζει πως αν η Pωσία, η Aυστρία κ' η Iταλία... (και κείνα είναι λυπημένα, μήτε ακούνε τίποτα παρά τον ίδιο στοχασμό τους κ' είναι λυπημένα, λυπημένα...). Tότες ο λοχαγός αποκρίνεται πως βέβαια κ' έχει δίκηο κατά βάθος, όμως αν εξετάσουμε τις αφορμές και τα αίτια που κτλ., αναγκαστικά πρέπει να παραδεχθούμε πως τα αίτια πως τα αίτια που κτλ. O δεκανέας όμως τον αποκρούει, με όλο τον ανάλογο σεβασμό, και του φέρνει κάποια άλλα επιχειρήματα πιο δυνατά τόσο που ο λοχαγός τα χάνει κάπως, αλλά για να μην υποχωρήσει στον κατώτερό του, αλλάζει θέμα και λέει πως και ο Γκρέυ στη συνέντευξη που έδωσε στους Tάιμς ετόνισε προ παντός ότι, πρέπει η Bουλγαρία κτλ. Στο τελευταίο αυτό συμφωνεί και ο επιλοχίας κουνώντας το κεφάλι του.
(Kαι κείνα είναι λυπημένα, ακουμπιστά στον τοίχο και παραπονεμένα, σα ναν του πέθανε η ζωή, σαν να φυλλορροούνε, σαν ναν τα δέρνει το χυνόπωρο και φυλλορροούνε... Λένε:
«Eίμαστ' εμείς τα Mαραμένα Mάτια, κ' είμαστε λυπημένα λυπημένα! Nοσταλγούμε: Tο πλιο θαμό σπιτάκι που η μάννα μύρεται κ' η αδελφούλα είναι κλαημένη, κι ο πατέρας που είναι τος; K' είμαστε λυπημένα, λυπημένα, σα παιδιάκια λυπημένα.
Kαι φοβόμαστε ω φοβόμαστε...».
Aυτά λέγανε τα Mάτια - τα μάτια ενός σαλπιχτή, παλληκάρι μελαμψό και μελαγχολικό, ακουμπισμένο στην πόρτα...).
K' η χοντρή διαπεραστική φωνή του επιλοχία:
Mαρς!...
- Aνδρεεεες... Kλίνατ' επί δεεε-ξιά... Eμπροοός!

*********

Υ.Γ. Τιμή στο Θωμά Γκόρπα, και στη συλλογή του
«Περιπετειώδες κοινωνικό και μαύρο νεοελληνικό αφήγημα»,

Δευτέρα 12 Απριλίου 2010

Μάριος Χάκκας, ο Μπιντές

Είχαμε φαγωθεί μέσα μας χωρίς να το πάρουμε είδηση. Εκείνη η λουξ τουαλέτα με τον ιππόκαμπο στα πλακάκια οικόσημο, μια πάπια και γύρω παπάκια, κύκνους και παραδείσια ψάρια, νιπτήρα, λεκάνη, μπανιέρα, μπιντές, παραμπιντές, όλα απαστράπτοντα, είχανε παίξει το ρόλο τους ύπουλα, σκάψανε μέσα βαθιά μας τερμίτες, όπως το σαράκι το ξύλο, και τώρα νιώθαμε κούφιοι. Θυμάμαι όταν ήρθα από την επαρχία για πρώτη φορά στην Αθήνα και νοίκιασα ένα δωμάτιο χωρίς καμπινέ. Υπήρχε βέβαια ένας πρόχειρος καμπινές στην αυλή, αλλά έπρεπε να κατέβεις μια κατασκότεινη ξύλινη σκάλα που έτριζε και σήκωνε τον κόσμο στο πόδι. 'Ενα βράδυ που έβρεχε και μ' έπιασε κόψιμο, τα 'κανα σε μια εφημερίδα, κι αφού τα πακετάρισα ωραία, ως και κορδελάκι με φιόγκο τους έβαλα, πηγαίνοντας πρωί πρωί στη δουλειά, τ' άφησα στη μέση του δρόμου. Θα θυμόσαστε βέβαια πόσα τέτοια πακέτα συναντούσατε τότε στους δρόμους. Μερικοί τα κλοτσούσαν για να μαντέψουν το περιεχόμενο. Λέγεται πως κάποιος το πήγε στην αστυνομία χωρίς να τ' ανοίξει και ζήταγε εύρετρα. Ε, ένα τέτοιο πακέτο έφτιαξα κάποτε κι εγώ, κι ακόμη τώρα που το θυμάμαι μετά τόσα χρόνια μου έρχονται γέλια. Εκείνο τον καιρό ήμουν ένας κεφάτος άνθρωπος με λίγες ανάγκες. Ξυριζόμουν μόνο δυο φορές τη βδομάδα, όποτε είχα ραντεβού στο βουναλάκι με μια κοπέλα, που όλο βιαζόταν να γυρίσει στο σπίτι. 'Ολο σκαστή ήταν κι είχε αυστηρό αδερφό, νοοτροπία σισιλιάνου. Την παντρεύτηκα κι εγώ. Τι να έκανα; Παρά να τρώει μπερντάχι κάθε φορά που αργούσε. 'Αλλωστε, αυτός είναι ο προορισμός του ανθρώπου, έτσι τουλάχιστον λέγεται. Πάντως, μ' αυτά και μ' αυτά, βρέθηκα μ' όλα τα κουμπιά μου γερά, είναι κι αυτό ένα όφελος, είναι κι αυτό μια ασφάλεια. Τι σιδερωμένα πουκάμισα τον πρώτο καιρό, τι καθαρές αλλαξές, γυαλισμένα παπούτσια, στο καντίνι που λένε. Είχε και δικό της σπιτάκι, ένα μόνο δωμάτιο, αλλά μεγάλη αυλή, και σιγά σιγά με τις οικονομίες μας, χτίσαμε κουζίνα κι άλλα δωμάτια. Γενικά προοδέψαμε. Πήραμε ψυγείο, πλυντήριο κι η ζωή γινόταν όλο και πιο άνετη. Μόνο στον καμπινέ καθυστερήσαμε. Στο βάθος της αυλής μέσα σε μια παραγκούλα ήταν μια τούρκικη λεκάνη που με ανάγκαζε κάθε πρωί να κάθομαι στο κότσι, αν κι αυτό ήταν μια καλή άσκηση όπως δε συνήθιζα να κάνω γυμναστική. Στην παραγκούλα υπήρχε κι ένα τενεκεδένιο βρυσάκι που το γέμιζα κάθε πρωί και πλενόμουν. Μπάνιο στη σκάφη. Το Σαββατόβραδο άρχιζε η περιπέτεια. Μ' έχωνε η γυναίκα στη σκάφη κι έτριβε μέχρι γδάρσιμο. Ας είναι. Συνέχιζα να προοδεύω. Βοηθός λογιστού ακόμα ξεχρέωνα την κρεβατοκάμαρα, βαρύ έπιπλο με κομοδινάκια κι απάνω αμπαζούρ, σιέλ στο δικό μου, ροζ στης κυράς. 'Επειτα έγινα κανονικός λογιστής, τότε που πήραμε κι εκείνο το οικοπεδάκι με δόσεις. Φυτέψαμε μάλιστα και δυο τρία δέντρα που πήγαινα στις αρχές, μετά από επιμονή της γυναίκας μου, κάθε Κυριακή και τα πότιζα. Κατόπιν ξεράθηκαν κι αυτά, πολλές οι δουλειές, αρχιλογιστής πια, γερός ο μιστός και σε λίγα χρόνια ήταν το σπίτι κομπλέ, πλην τουαλέτας. 'Εμενε σαν επιστέγασμα μιας προσπάθειας είκοσι χρόνων. "Κάποτε θα 'ρθει και της τουαλέτας η ώρα", έλεγα στη γυναίκα μου που με γκρίνιαζε πάντα, παραπονιόταν πως έρχεται κανένας επισκέπτης, θέλει να πάει προς νερού του και πέφτουν τα μούτρα της. Κι άλλωστε, τι ήταν πια ο καμπινές εδώ που φτάσαμε; Η ουρά του γαϊδάρου. Κι όπως όλα τα πράγματα που σιάχνονται μια φορά στη ζωή μας βάζομε τα δυνατά μας να γίνουν όσο πιο πολύ μερακλίδικα, έτσι και στην τουαλέτα πήρα όλα τα μέτρα μου για να σιάξω κάτι το ωραίον: 'Εβαλα πλακάκια πανάκριβα που σχημάτιζαν ένα παράξενο σύνολο με παραστάσεις διάφορες έτσι που να νιώθω ευχάριστα σε τούτο το χώρο, όλα τ' απαραίτητα είδη υγιεινής, φυσικά και μπιντέ. Τ' άλλα είδη δε με πειράξανε. Κομμάτια να γίνει. 'Εχουν μια χρησιμότητα κι ύστερα στην ηλικία που βρισκόμαστε τώρα ας απολαύσουμε και μεις κάτι. Μόνο ο μπιντές μού την έδωσε και πήρε μπάλα και τ' άλλα. Ο μπιντές. Γιατί, όπως είμαι δυσκοίλιος και τον είχα μπροστά μου για ώρα, μου φάνηκε να με κοροϊδεύει με κείνο το μακρουλό πρόσωπό του, το 'να μάτι μπλε τ' άλλο κόκκινο, τριγωνικά πάνω στο μέτωπο και πεταμένα ίδια βατράχου, το στόμα του καταβόθρα που ρουφούσε τα πάντα με κείνο τον ξαφνικό ρόγχο τελειώνοντας το νερό, σα να μουρμούριζε: Είδες πώς σε κατάντησα; Θυμάσαι όταν πρωτόρθες από το χωριό τι λεβέντης που ήσουνα; Πώς έμπλεξες, κακομοίρη μου, έτσι, μια ζωή - ένα σπίτι; Εγώ είμαι το βραβείο μετά από είκοσι χρόνια δουλειά. Για να πλένεσαι από κάτω. Είδες που σε έφερα; Με είχανε βάλει στο ζυγό είκοσι ολόκληρα χρόνια με τη θέλησή μου (αυτό είναι το χειρότερο), για να καταλήξω εδώ μπροστά σε μια σειρά άχρηστα πράγματα, κατά τη γνώμη μου, ή που κι αν είναι χρήσιμα, π' ανάθεμά τα, δεν αξίζουν όσο αυτή η υπόθεση που λέγεται ζωή και νιάτα. Τα καλύτερα χρόνια τα σπατάλησα σαν το μερμήγκι κουβαλώντας και σιάχνοντας αυτό το κολόσπιτο, οικοδομώντας τελικά αυτόν τον μπιντέ, είκοσι χρόνια μου κατάπιε η καταβόθρα του, κι εγώ τώρα έχω μείνει στιμμένο λεμόνι, σταφιδιασμένο πρόσωπο, για ένα μπιντέ. Με τέτοιες σκέψεις τράβηξα το καζανάκι και μετά πήγα στο παράθυρο ν' αναπνεύσω λιγάκι, ν' ακούσω τον ήχο της πόλης. Από παντού ερχόταν ένας παράξενος θόρυβος. Δεν ήταν ο γνωστός θόρυβος απ' τ' αυτοκίνητα. 'Αλλου είδους αυτός: 'Ενα επίμονο πλατς-πλατς σκέπαζε κάθε άλλη βοή. 'Εστησα το αυτί και κατάλαβα. 'Ολο το λεκανοπέδιο της Αττικής είχε μεταβληθεί σ' ένα απέραντο μπιντέ κι είχαμε καθίσει όλοι επάνω και πλενόμασταν, πλενόμασταν, πλενόμασταν, ενώ εκατοντάδες χιλιάδες καζανάκια χύνοντας καταρράκτες νερού, χαιρετούσαν την πρόοδό μας.

Κυριακή 11 Απριλίου 2010

Η Μαρία του Λιμανιού, της Ρέντον

Ήταν εκείνο το πρωί προς μεσημέρι στη Δραπετσώνα, στην αφετηρία του τρόλεϊ για Πειραιά. Καθόταν σε μια από τις μπροστινές θέσεις, τις μονές και κοίταζε έξω απ΄το παράθυρο.

Τρία (ή τέσσερα ήταν;) παιδιά μαυριδερά κάθονταν σε ένα παγκάκι, γελούσαν κι άφηναν τα ποδάρια τους να κρέμονται. Το βλέμμα της ακολουθούσε τα ποδάρια τους μπρος πίσω την ώρα που ο νους της έτρεχε αλλού.

Ήταν τρία λεπτά πριν, δυο στάσεις πριν το τέρμα, που άναψε τσιγάρο. Είδε όμως από μακριά το τρόλεϊ να ‘ρχεται, έβγαλε το τσιγάρο απ΄το στόμα, το ‘ριξε πάλι όπως όπως στο πακέτο.

Μέσα στο τρόλεϊ πια, ήρθε ο απολογισμός των συνεπειών:
1. που θα μύριζε τώρα το τσιγάρο απ’ το άναμμα,
2. που θα πήρε η μυρωδιά και τ’ άλλα τσιγάρα του πακέτου. «Τσιγάρα καπνιστά», ελάχιστα ωστόσο τη διασκέδασε η ιδέα κι ακόμα λιγότερο η πιθανότητα
3. κάποιος να της ζητούσε απ΄τα τσιγάρα της, κι εκείνη να του έδινε, εκ παραδρομής, το σαλιωμένο.

Αν είχε περπατήσει απλώς μέχρι την αφετηρία, όπως είχε προγραμματίσει, αντί να σταματήσει το τρόλεϊ στο δρόμο του, θα είχε αποφύγει μια πραγματικά άβολη κατάσταση. Αλλά Τα πράγματα δε γίνονται ποτέ όπως τα προγραμματίζεις
άρπαξε με ευκολία το κλισέ στον αέρα. Τα αντανακλαστικά της όλο και βελτιώνονταν.

Τον ειρμό της έκοψε η Μαρία που ήρθε και κάθισε ακριβώς μπροστά της.

Δε θα μπορούσε να είχε καθίσει πουθενά αλλού, παρότι το τρόλεϊ ήταν άδειο ακόμα.
Ανέδιδε ολόκληρη καπνίλα, σαν αρνητικό αποσμητικού χώρου. Σαν τις τσιγγάνες που κάθονται γύρω απ΄τη φωτιά, και φοράνε φούστες, τη μια πάνω απ’την άλλη. Και στριμώχνονται έξω από τις εντατικές των δημόσιων νοσοκομείων, και, κάθε φορά που μια απ΄τις νυφάδες τους ζητά νερό, σηκώνουν τη μια φούστα, μετά την άλλη, μετά την παράλλη, μέχρι να βρουν το πορτοφολάκι τυλιγμένο στη ζώνη, ίσα πάνω απ΄το μεσοφόρι, να βρουν τα πενήντα λεπτά για το εμφιαλωμένο, κι οι γύρω κρατάν τη μύτη τους από την καπνίλα που ξερνά το φουστομάνι. Έτσι ακριβώς.

Τα παιδιά φώναξαν τη Μαρία με το όνομά της - εξ’ού κι έμαθε ότι τη λέγανε Μαρία κι όχι Κατερίνα ή Ευτέρπη ή κάτι λιγότερο συμβατό με το σουλούπι της - «Μαρία!» φώναξαν κι αυτή έλαμψε ολόκληρη κι είχε μάτια σαν ροφού, μαλλιά μαύρα - καφέ σα δίχτυα που τα ‘χε ξεράνει ο ήλιος, πιασμένα με λαστιχάκι προς τα πίσω. Είχε κι εκδορές στους ώμους, μπορεί να ‘ταν και ψώρα, μπορεί και να ‘τανε πληγές από αγκίστρι, σα να την ψάρεψαν από κάποιον βαλτότοπο, μπορεί κι απ’ το λιμάνι.

Κόρη του ποταμού ήταν, λέγανε γι’ αυτήν. Σαν την είδε το κατάλαβε γιατί, μάτια είχε σα ροφού εξογκωμένα, τα μαλλιά της δίχτυα μπερδεμένα, δέρμα διάφανο, από κάτω έτρεχαν ποτάμια.

Πατέρα είχε ψαρά και μάνα νύμφη. Ήταν τα βράδια του Αυγούστου που έβγαιναν απ’ το ποτάμι οι νύμφες, σμήνη. Έξω απ΄τις καλύβες των ψαράδων παραφύλαγαν, να βγουν οι πιο νεαροί, οι πιο ωραίοι, για να τους σύρουν πίσω από τις καλαμιές. Να πάρουν στο ποτάμι τις ψυχές τους φυλακτά με το ξημέρωμα.

Η μάνα της βγήκε μια φορά κι αυτή, μα δεν της τα χανε καλά εξηγήσει. Τον δικό της τον ψαρά τον ερωτεύτηκε κι έμεινε μαζί του. Του έκανε κορίτσι, εκείνη. Κι έγινε το κακό μετά. Θα ‘ταν οι μάνες που ολοφύρονταν τα πρωινά στις καλαμιές, οι διαβολονύμφες έτρωγαν τα παλικάρια τους, κι έπρεπε κάποια να πληρώσει. Μπορεί και όχι. Κανείς δεν έμαθε ποτέ πώς χάθηκε η νύμφη του μια μέρα, κι έμεινε ο ψαράς τρελός να βλέπει τα νερά.

Σαν έλεγε πως θα την πάρει την μικρή, μες στους καφενέδες, γύριζαν όλοι το κεφάλι τους αλλού και χασκογέλαγαν. Άνθρωπος της πόλης ήταν και πού τα ξερε. Στα χέρια τους μεγάλωσε, κόρη χωρίς μάνα και με τρελό πατέρα, πάνω της ξαλάφρωναν τη ζήση τους, σάλια, ζουμιά και κανά χέλι ή πέστροφα για το ευχαριστώ. Ας την έπαιρνε κι ας πήγαιναν καλλιά τους, το ποτάμι είχε ξεραθεί από καιρό και τα βατράχια είχαν σιωπήσει.

«Μαρία!!! Πού πας; Φεύγεις;», φώναξε ο μικρούλης που φαινόταν πιο ζωηρός.
«Αϊ», απάντησε η Μαρία γέρνοντας ορθή στο ανοιχτό παράθυρο.

Δεν είχε εξαρχής καμία αμφιβολία ότι το φαφούτικο πράγμα που βρωμούσε κι εκστόμιζε ασυναρτησίες θα ερχόταν να καθίσει μπροστά της στο τρόλεϊ – ήταν από τα πράγματα που γίνονται μοιραία. Ήταν επιπλέον σίγουρη πως όταν το τρόλεϊ απομακρυνόταν λίγο, και τα παιδάκια θα ήταν εκτός οπτικού πεδίου, ο επόμενος στόχος του «πράγματος» θα ήταν αυτή η ίδια. Το ήξερε. Με την αγωνία της επικείμενης παγίδευσης έφερε στο μυαλό της το «πράγμα» να την κοιτάζει με εκείνα τα εξογκωμένα μάτια, εκείνη, υπνωτισμένη - από φιλότιμο - να μη μπορεί να αποστρέψει το βλέμμα, το φρικαλέο στόμα να ανοίγει διάπλατο, την κολλώδη γλώσσα να εκτοξεύεται σα σαΐτα, να την κεντρίζει, να τη μουδιάζει στη θέση της, κι όλα αυτά τα παιδαριώδη, έως και γελοία, για έναν απλό λόγο:
για να την εξαναγκάσει να ασχοληθεί μαζί της.

Oh look at all the lonely people,

Oh look at all the lonely people,

αλλά όχι. Δεν είναι όλα Beatles κι εν-συ-ναί-σθη-ση, όχι, έχει κι αυτή δικαιώματα, το δικαίωμα να κάθεται απερίσπαστη και να απολαμβάνει τη διαδρομή της και να αναλογίζεται το τσιγάρο της που δεν το έσβησε καλά. Έχει κι αυτή δικαιώματα στη ζωή. Βίδωσε το κεφάλι της δεξιά, να βλέπει μια ταμπέλα που έγραφε για ανεγέρσεις οικοδομών, παίρνοντας την απόφαση, να μην ασχοληθεί με το «πράγμα» ούτε δευτερόλεπτο παραπάνω. Τέρμα και τελείωσε.

Στο γάμο τους δεν πάτησε κανείς. Την έφερε στο σπίτι του στην πόλη, μόνοι ξανά περάσαν το κατώφλι - και βαριανάσαινε από την ευτυχία αυτός, όσο μπορούσε πιο διακριτικά. Το γαμήλιο κουβερλί διακοσμημένο με κόκκινα φύκια Σαργασσών, η γυάλα της, ειδική παραγγελία και με εσωτερικό φωτισμό, στο κέντρο του δωματίου συλλογών. Φρέσκο νερό ήθελε μόνο, και δυο παπάκια πλαστικά. Το πείραμα σφιγγόταν στην αγκαλιά του - πού και πού τρεμόπαιζε τα μάτια.

Ήρεμα και με ασφάλεια κυλούσε η ζωή τους. Τα βράδια που γυρνούσε απ΄τη δουλειά, του έφερνε τις παντόφλες του και του σερβίριζε το δείπνο. Η ώρα του χωνευτικού, η ώρα που έφερνε γυροβολιές μέσα στη γυάλα της, ήταν η πιο κατάλληλη για να της διηγηθεί τα νέα της ημέρας, συλ-λα-βι-στά για να τον καταλαβαίνει. Ήθελε η διαδικασία ιδιαίτερη γλυκύτητα, γιατί με το παραμικρό φάλτσο, την παραμικρή αλλαγή τόνου και ρυθμού, εκείνη αντάριαζε τα νερά και το χαλί μουσκεύονταν.

Ήταν Κυριακή, άδειοι σχεδόν οι δρόμοι, το τρόλεϊ πήγαινε αβίαστα, γλυκά θα έλεγε κανείς. Το κεφάλι το είχε σταθερά δεξιά, ακουμπούσε λιγάκι το μέτωπο στο τζάμι, είχε ήλιο.

Η άλλη γύρναγε κάπου κάπου και την κοίταζε πάνω από τον ώμο της. Την έπιανε με την άκρη του ματιού, αλλά αρνιόταν να γυρίσει το κεφάλι και να την κοιτάξει καταπρόσωπο.

Το μισοσβησμένο της τσιγάρο, μια φορά, αδύνατο να το επαναφέρει στη σκέψη της.

Και γίνονταν οι συλλαβές όλο και πιο μακρόσυρτες, μετά βουβές, σαν κάτι να τις στόμωνε, ίσως τα χρόνια που περνούσαν. Και κάτι να λείπει τελικά, ένα κοινό ή μια τραγωδία, κάτι που να κόβει μια ιστορία σαν μαχαίρι. Η φαντασία του τα ‘φταιγε και ο ρομαντισμός και τα μεγάλα λόγια, πόσοι ευφημισμοί ικανοί αυτή του τη σκληρότητα να περιγράψουν, πώς άντεξε άραγε, σκεφτόταν τώρα, να φυλακίσει μια ποταμίσια κόρη σε μια γυάλα;

όταν δεν τη μισούσε, όταν δεν τον έπνιγε η δυσωδία των λιμνάζοντων νερών, «μη με περιμένεις για φαϊ, θ’ αργήσω», κάτω απ΄το δέρμα της - εκείνη άραγε πώς να ‘νιωθε; τα γουργουρητά της ν΄αποκρυπτογραφήσει αδύνατο - όταν δεν πλατσούριζε τυφλός κι απελπισμένος και προσευχόταν και περίμενε, την ετυμηγορία των περιστάσεων και της ζωής, αφού μονάχος του ν’ αποφασίσει δεν μπορούσε.

Ήταν λίγο ειρωνεία η ιστορία αυτή, είχε και την πλάκα της. Είχε να το εξασκήσει καιρό το σπορ, έλεγε πως είχε πια ξεμάθει. Με όλους αυτούς τους ξένους, ή και γνωστούς, ανθρώπους που ζούσανε μαζί της, ή έκλεβε ένα βλέμμα τους σε κάποιο λεωφορείο, ήταν μια κάποια πρόκληση. Η Μαρία πάλι ήρθε και της στήθηκε μονάχη της. Ήξερε τι έκανε. Ήξερε ότι ήταν γλιστερή και πονεμένη κι εύθραυστη, κι ότι με γυμνό χέρι ή βλέμμα δε θα την άγγιζε κανείς.

Μια νύχτα έστριψε στην πόρτα το κλειδί και είπε «καλησπέρα». Δεν του απάντησε κανείς.

Βλέποντας τη γυάλα άδεια, με ένα φύκι να στροβιλίζεται κάπως ειρωνικά, κατάλαβε. Το μόνο που απόμενε να κάνει ήταν την αδειάσει απ΄το νερό. Καθώς στράγγιζε τη γυάλα από τα τελευταία απόνερα, απόμεινε άδεια και η καρδιά του και ξύπνησε με ξαφνική οξύτητα ο πόνος, πού να γυρνούσε τώρα η καλή του ολομόναχη, το ποτάμι είχε ξεραθεί από καιρό, άλλο υγρό ν’ απαλύνει τον πόνο δεν υπήρχε, πέρα από τα δάκρυα.

Στο λιμάνι του Πειραιά…

Πέρναγε το τρόλεϊ απ΄το λιμάνι και η Μαρία χτύπησε στάση να κατέβει. Μόνο όταν βγήκε πια έξω άφησε τον σβέρκο της να ανασάνει, η Μαρία την κοίταζε ακόμα, την κοίταξε κι αυτή πίσω απ΄το τζάμι, μάλιστα της χαμογέλασε. Χαμογελούσε ακόμα, κι όταν δεν την έβλεπε πια.

«Θα σε φτιάξω, Μαρία.
Ούτε για τα δόντια που σου λείπουν θα γράψω, ούτε για τα σαντάλια σου που σέρνεις, ούτε ότι είσαι ηλίθια σα βλίτο θα πω.
Θα σου δώσω πατέρα ψαρά και μάνα νύμφη. Κόρη του ποταμού, παιδί μεγάλου έρωτα. Μετά πάλι θα σε φυλακίσω από έρωτα στην πόλη. Και θα σε φαντάζονται όμορφη, βουβή και τραγική, όπως σου πρέπει κι όπως είσαι.

Πώς θα μπορούσα εγώ να σε χαλάσω. Εγώ είμαι εσύ κι εσύ είσαι εγώ.».

Χάρηκε που υπάρχουν τόσο α σ φ α λ ε ί ς τρόποι για ν’ αγαπάει κανείς.

Η πηγή εδώ

Τα μολυσμένα μου φεγγάρια, από την Τζίνα Μουκριώτη

Τα μολυσμένα μου φεγγάρια που σε οθόνες αναρτώνται, μαζί δεν τα 'δαμε. Άργησες. Και να οδηγείς δε γνώριζες ώστε να πέσει μια στιγμή άστρο ευχής ή αστραπή σ' ένα παρμπρίζ, όρθια χορεύοντας να με κρατήσεις εσύ χτυπώντας παλαμάκια. Μα οι δρόμοι μας, δες, μπλέχθηκαν με την κληρονομιά της ώχρας μνήμης, κουβάρι κόμποι στο λαιμό, σα σε θυμάμαι έτσι αργά μα και θολά, εξώπορτα ν' ανοίγεις σ' έναν αέρα που άλλοτε σφυρίζει κι άλλοτε πώς γελά τ' αυτιά μου με τ' αλαφρά του βήματα θλιμμένα κάτω απ' τα δικά σου. Και να 'μαι τώρα εδώ, με μια μου νύχτα απέναντι στα άγνωστα τα μάτια το γνώριμό σου βλέμμα να θυμάμαι, γαλάζιο να ίπταται της γης με το ρυθμό του μπουζουκιού κι έναν Ζαμπέτα δίπλα να σου χαμογελάει. Ύστερα παύση, τριών λεπτών σιωπή. Γιατί στο ραντεβού σου άργησες να πας κι όλο σ' αλάφραιναν τα λόγια για το πατριωτάκι που 'μελλε να πουλά τυπώματα ψυχής, γνώσης τριών θανάτων για έναν βίο. Κι όλα τ' απώθησα στο πίσω μέρος του μυαλού και δε θυμάμαι απόψε άλλο τίποτα, έτσι να λέω θέλω, εικόνες σκόρπιες και λόγια παραγγελιές κοφτές. Άργησες. Πολύ. Λάβες απάτητες, πατέρα. Που πέτρωσαν τα παιδικά παιχνίδια και τα τραγούδια μέσα στην καρδιά. Κι έχω δυο μάτια άγνωστα που πρίγκιπες των κρίνων να δουν πώς περιμένουν... Μα 'γω τιτλοφορούμαι πόνος δοκιμασμένος χαράσσοντας λευκό γυαλί ψυχής με τη λεπίδα κρυμμένη στη σπασμένη μου φτερούγα. Αργά και σταθερά. Κι ότι φωνή μου κάθιδρη ξυπνά απ' όνειρο νυχτερινό, αργά και σταθερά απόψε θα χαράσσω... Κι ας μην παλεύεται, πατέρα...

Η πηγή εδώ

Κάτοπτρον, από την Ουδέν

Μη με καθυστερείς, βιάζομαι, πρέπει να ψάξω. Τον έπιασε πάλι η παραξενιά. Ούτε κι αυτός ξέρει τι θέλει. Πρώτα φαγώθηκε, να κρυφτούμε και να κρυφτούμε. Γιατί, λέει, θέλει εγώ μόνο να τον βρίσκω και για να τον βρω εγώ, πρέπει να τον χάσουν όλοι οι άλλοι. Όχι ότι πολυκατάλαβα, αλλά του έκανα το χατίρι. Έτσι νοιώθεις, έτσι θα κάνουμε. Και βρήκαμε κρυψώνα ωραιότατη για τους δυο μας. Και πάνω που κρυφτήκαμε κι οργανώναμε τη ζωή μας εκεί, κι έτσι χαμένοι απ’ όλους βρίσκαμε ο ένας τον άλλον, να σου τον πάλι. Και καλά του λείπει κάτι και νοιώθει ξεκομμένος και που δεν το περίμενε ότι θα του λείπουν οι άλλοι και που θέλει να πει καμιά κουβέντα, άνθρωποι είμαστε, βρε αδελφέ, και το χάδι το ‘χουμε ανάγκη και τον καλό το λόγο και πως δε χάλασε δα κι ο κόσμος αν προσεκτικά πάντα, επιλεκτικά πάντα, αρχίσουμε να βγαίνουμε στο φως, και και και. Μουρμούρα και των γονέων. Έτσι νοιώθεις, έτσι θα κάνουμε, υποχώρησα πάλι εγώ. Και αρχίζω τις διασυνδέσεις. Τη βλέπετε εκείνην την κρυψώνα; Ε, εμείς κρυβόμαστε εκεί. Περάστε να πιούμε ένα κρασί ν’ ανταλλάξουμε απόψεις. Και κει που άρχισαν οι άνθρωποι να έρχονται ευγενέστατοι με τα σοκολατάκια τους και με τα καλούδια τους κι αρχίσαμε να γνωριζόμαστε μαζί τους, να σου τον πάλι. Που φοβάται και που ξανοιχτήκαμε πολύ και που τη μάθανε την κρυψώνα μας πολλοί και που χάσαμε το μέτρο και που εκτιθέμεθα ανεπανορθώτως και και και. Και να ξανακρυφτούμε, καταλήγει. Ακούς εσύ; Κάθε λογικός άνθρωπος θα τον έστελνε στο διάολο, μα δεν μπορώ. Παιδεύεται το βλέπω. Μια κρυφτό, μια φτου ξελευτερία. Μεγάλωσε και ακόμη να αποφασίσει τι θέλει και τι δε θέλει. Και κείνο το φοβερό φοβάμαι, πού το βάζεις; Με διαλύει να το ακούω. Γι’ αυτό σου λέω. Βιάζομαι να φύγω, να ψάξω. Για νέα κρυψώνα.

Η πηγή εδώ

Αποχαιρετιστήριο, του Χ2

Πρέπει να κάνουμε υπακοή, πλήθος τραγούδια να αντιγράψουμε μέχρι να αντέξουμε τα λόγια που έχουμε ανάγκη. Περιπολία η νοσταλγία σήμερα για όσους δεν γίνεται να συναντήσεις πάλι. Στα πέντε του, καμένο από τις ακτινοβολίες και τα χημικά. Τα χρόνια υπολογίζεις με τους δισταγμούς, σαράντα τόσα χρόνια περπατώ σα φάντασμα, μου λες, σαρανταλείτουργο. Ο ένας γιος πήγε από ναρκωτικά, και για τον ζωντανό αγώνας η απεξάρτηση. Κάποτε εργάστηκα ως αγροφύλακας στην περιοχή των Εσπερίδων, με βάρδια το βράδυ. "Τι αμαρτίες πρόλαβε να πληρώσει" και "τουλάχιστον ησύχασε", φράσεις κλισέ των πρόωρων θανάτων. Φεύγοντας το ξημέρωμα γκάζωνα ξαφνικά δίπλα στους πορτοκαλαιώνες, φαίνονταν τόσο όμοια με πέλαγος τα χτήματα, και κύματα τα οργωμένα αυλάκια, λίγο πριν τη διασταύρωση φρενάροντας. Δεν είναι το τέλος. Το χειρότερο είναι η καθημερινή ξεφτίλα και ο φόβος. Κάθε αύριο αποφασίζω πως θα περάσω, για να σε πάω βόλτα στην παραλιακή, μακριά από το θόρυβο των νοικοκυριών, σ' ένα αμάξι θερμοκήπιο φυτρώνουν μόνο βαριά λαϊκά και έρωτες, να γίνουμε επιτέλους ο ένας για τον άλλο μια όμορφη ανάμνηση. Λες και κοιτάζεις την απέναντι ακτή τη νύχτα φωτισμένη στέκουν οι άνθρωποι που αγαπάμε δίπλα μας. Είδα παιδιά να μένουν ορφανά στον άλλο κόσμο, όπως ο ποιητής λέγεται ποιητής από τους αναγνώστες του, όπως κι εμείς για όσους φύγανε είμαστε κιόλας πεθαμένοι. "Πέντε", φωνάζει ο σκοπός. "Τέσσερα", απαντάει η περίπολος. "Σαράκι". Λέξεις μου, θάλασσα δίχως ήχο.

Η πηγή εδώ