Κυριακή 25 Ιουλίου 2010

Βλαχοχώρια, του Αλέξη Καλέση


Μόλις που έμπαινε ο Ιούνης τον έπιανε μια ανησυχία το Μάνθο… Κάτι παράξενο συνέβαινε μέσα του, μια επιθυμία γεννιόταν να φύγει και να πάει εκεί όπου πάντα ανήκε, στην Πίνδο, στο βλαχοχώρι που γεννήθηκε και πέρασε τα μικράτα του. Τη Λάρισα, την πόλη όπου πέρασε μια ολόκληρη ζωή, την αγαπάει, μα, να, όσο να πεις, άλλη αγάπη είναι αυτή για το χωριό. Το χωριό δε φεύγει απ’ το νου, το κουβαλάει ο Μάνθος πάντοτε μέσα του, είναι ο κόσμος όλος, ο δικός του κόσμος είναι οι συγγενείς, είναι οι φίλοι, οι άνθρωποι του… Και - τι παράξενο!- όσο μεγαλώνει, όσο η ζωή βαδίζει προς τη δύση της, τόσο περισσότερο το αποζητά το χωριό… Σα να θέλει να κερδίσει το χαμένο καιρό, να πάρει πίσω όλα αυτά τα καλοκαίρια που με τις δουλειές στο μαγαζί δεν προλάβαινε καλά –καλά να πεταχτεί παρά για μερικές μέρες μονάχα, για το πανηγύρι της Παναγιάς.
Κι’ έτσι, ο Μάνθος, συνταξιούχος πια, με τις πρώτες ζέστες του Ιούνη άρχιζε τη γκρίνια προς τα παιδιά που είχαν πάρει πια τη θέση του στο μαγαζί και δεν άδειαζαν ν’ ασχοληθούν με τα παράπονα του γέρου :
-Άιντε, τι κάθεστε; Πότε θα με πάτε στο χωριό;
Και ερχόταν κάποτε η ώρα, που ο μεγάλος γιος φόρτωνε το Μάνθο και την κυρά Ευανθία στο αυτοκίνητο, μαζί και τα συμπράγκαλα τους, ένα ολόκληρο νοικοκυριό, γιατί εκεί πάνω, «όλα χρειάζονται», και αναχωρούσαν για τα βουνά…
Σα μικρό παιδί έκανε τότε ο Μάνθος…. Σαν έβγαιναν εκεί στα ψηλώματα του Ζιάκα και οι πρώτες κορυφογραμμές της Βασιλίτσας άρχισαν να αχνοφαίνονται στον ορίζοντα, το πρόσωπο του άλλαζε όψη, γινόταν χαρούμενο, γελαστό, γεμάτο προσμονή… Μια ακατάσχετη φλυαρία τον έπιανε τότε, μιλούσε γρήγορα, σχεδόν λαχανιασμένα σα να ’θελε να προλάβει να πει όλες αυτές τις σκέψεις, τις εικόνες, τις αναμνήσεις που του ’ φερνε το τοπίο στο μυαλό, να εκφράσει τα συναισθήματα που πλημμύριζαν την ψυχή του.
-Να, εδώ κοίτα…, έδειχνε στο γιο του. Τη βλέπεις εκείνη την κορφή; Ω ρε μάνα μου θυμάμαι ένα βράδυ τι τράβηξα… Είχαμε τα πρόβατα εδώ και μ’ έστειλε η μάνα να πάω ψωμοτύρι στον παππού σας και τους τσοπαναραίους… Και με πιάνει μια μπόρα, μα τι μπόρα λες εσύ ; Να, κάτω από κείνη την οξιά κρύφτηκα…
Χαμογελούσε ο γιος. Πόσες φορές δεν την είχε ακούσει αυτή την ιστορία, όπως τόσες και τόσες άλλες για τα χρόνια τα δύσκολα που πέρασε ο Μάνθος σαν παιδί… Ιστορίες ασήμαντες, καθημερινές, για τη ζωή και τις ασχολίες των κτηνοτρόφων, αλλά και για μεμονωμένα πρόσωπα, σαν το μπάρμπα το Νούσια που ήταν τόσο χωρατατζής και έκανε όλο το χωριό να ξεστρίβεται απ’ τα γέλια με τα πειράγματα του, σαν μαζεύονταν όλοι στην πλατεία του χωριού. Θυμόταν ακόμη ο Μάνθος τις ιστορίες από το αντάρτικο, το μεγάλο φόβο που ανάγκασε πολλές οικογένειες να εγκαταλείψουν τα χωριά, αλλά και τους Γερμανούς που τους έκαψαν τα σπίτια…
Περνούσε ευτυχισμένες μέρες ο Μάνθος στο χωριό… Εύρισκε τους φίλους του, συνταξιούχοι πια κι’ αυτοί, έπιαναν όλοι μαζί τον πλάτανο της πλατείας, έπιναν καφεδάκι στο καφενείο του Τόλιου και οι μάχες στο τάβλι ήταν ομηρικές… Και σαν έκλειναν την παρτίδα, έπιαναν να θυμηθούν τα παλιά, μιλώντας πάντα στα βλάχικα, τη γλώσσα που τους έμαθαν κάποτε οι μανάδες τους, τη γλώσσα που ένιωθαν περισσότερο, και που δεν είχαν πια την ευκαιρία να μιλούν παρά μονάχα τα καλοκαίρια… Οι συζητήσεις στρέφονταν μετά γύρω από το χωριό… Πάλι δεν έγινε άσφαλτος ο δρόμος κι’ ας τους το υποσχέθηκε ο βουλευτής που ήλθε πέρυσι για το πανηγύρι, και με τα ρέματα που περνούν μέσα απ’ το χωριό κάτι πρέπει να γίνει τώρα που άρχισε η ανοικοδόμηση…
Έτσι κυλούσαν τα καλοκαίρια, μέσα στο δροσερό περιβάλλον του χωριού… Στην πλατεία… Με τα πλατάνια και τις φωνές των παιδιών, όλα αυτά τα εγγονάκια που οι γονείς άφηναν στους παππούδες για να ξεφύγουν μόνοι λίγες μέρες στη θάλασσα… Στα πανηγύρια, έσφυζε από ζωή το βλαχοχώρι… Αντάμωναν και πάλι όλοι μαζί και χαίρονταν ο Μάνθος με την παρέα του. Κι’ ας έχαναν την ησυχία τους…. Έκλειναν από νωρίς τραπέζι στο μαγαζί, παράγγελναν κεμπάπ , και το βράδυ σαν άρχιζαν τα όργανα, ο Κασάρας με τους δικούς του, άρχιζε το ξεφάντωμα :
-«Μαρία λέν’ την Παναγιά, Μαρία λέν’ και σένα μωρ’ Μαρία μου…»

Μα ήρθε ένα καλοκαίρι που ο Μάνθος δεν γκρίνιαξε στα παιδιά… Δεν ζήτησε να τον πάνε στο χωριό… Θα πιάσω ένα δωμάτιο στον Πλαταμώνα, τους είπε, ίσα-ίσα να κάνω μερικά μπάνια… Παραξενεύτηκαν, άρχισαν τα γιατί και πώς, μα λέξη δεν του πήραν… «Ε, κουράστηκα, πού να τρέχω τώρα…», μόνο αυτό τους είπε.
Δεν είχε κέφι πια ο Μάνθος… Να πάει στο χωριό να κάνει τι; Και να δει ποιον; Το Γιάννη που τον κόντραρε στο τάβλι τον ξεπροβόδισε τον περασμένο χειμώνα, για το ταξίδι το στερνό… Ο Τάκης, κι’ αυτός δεν βγαίνει πια στο χωριό, το υψόμετρο του κάνει κακό στην καρδιά… Σκόρπισε η παρέα, τελευταίος απέμεινε… Στην πλατεία οι καρέκλες είναι ολοένα και περισσότερο άδειες και τα εγγόνια, φοιτητές πια, φεύγουν για διακοπές στα νησιά. Κάθεται και κοιτάζει τα σπίτια… Βίλες σωστές με όλες τις ανέσεις και όλα τα κομφόρ… Μέχρι και πλυντήρια και ηλεκτρικές κουζίνες έχουν, γιατί, «έτσι ήρθαν τα χρόνια», δεν γίνεται να πλένουν οι νοικοκυρές τα μάλλινα στη σκάφη και στα ρέματα… Μόνο λυπάται γιατί «τα σπίτια τα φτιάχνουν, αλλά δεν ξέρουν να τα χαρούν». Τα ανοίγουν μόλις για πεντέξι μέρες… Χαμένα λεφτά… Πλακώνουν όλοι μαζί το Δεκαπενταύγουστο στο πανηγύρι με κάτι τεράστια τζιπ και πολυτελή αυτοκίνητα, φέρνουν τις παρέες τους και ξενυχτούν ως το πρωί στα μαγαζιά ακούγοντας τα «μοντέρνα» τραγούδια από το στερεοφωνικό που παίζει στη διαπασών… Μια φορά μάλιστα, ο Μάνθος τους τάπε μεταξύ σοβαρού και αστείου…
- Αχ! Πούναι τα νιάτα μωρέ, να σας δείξω πώς γλεντάνε… Να πάρω τα όργανα και να βγω ψηλά, μέχρι τον Αι Θανάση, να μ’ ακούσει όλο το χωριό…

Κόσμος πολύς στον Πλαταμώνα… Γονείς, παιδιά, ξένοι τουρίστες, περπατούν όλοι στην προκυμαία, άλλοι κάθονται στις καφετέριες, θόρυβος, οχλοβοή, ζέστη αυτοκίνητα, μικροπωλητές, ένας απέραντος κόσμος αταξίας και κίνησης… Ανάμεσα τους, ο Μάνθος και η Ευανθία κάνουν καθημερινά το ίδιο δρομολόγιο. Από το σπίτι ως την παραλία, και από κει σε ένα κοντινό παγκάκι. Κάθεται αρκετή ώρα και αγναντεύει αφηρημένος τη θάλασσα, τον κόσμο, τα αυτοκίνητα… Δεν παραπονιέται, ίσως να είναι καλύτερα έτσι… Μόνο καμιά φορά, σαν το φέρει η κουβέντα, όλο και εξομολογείται στη γυναίκα του:
- Αχ βρε Ευανθία… Που ξέρουν κι’ αυτοί να ζήσουν… Που θα βάλω εγώ μπροστά στη σκιά κάτω απ’ τον πλάτανο αυτό το χάλι… Αλλά τι να πεις… Έτσι ήρθαν τα χρόνια…
Κοιτάζει πάλι τη θάλασσα… Μα το μυαλό ταξιδεύει… Είναι πάντα εκεί, στα σκιερά τοπία και τα πεύκα της Πίνδου, στις χαράδρες και τις ρεματιές με τα τρεχούμενα, τα κρυστάλλινα νερά…

Κυριακή 18 Ιουλίου 2010

Η κυρία Νίτσα , του Μ. Καραγάτση

Η πρώτη μου αγάπη ήταν δέκα χρόνια μεγαλύτερη από μένα, ίσως και πιο πολύ. Αμέσως θα φανταστείτε το αιώνιο ειδύλλιο του αμούστακου εφήβου και της ώριμης γυναίκας, ή μάλλον χήρας, για να κυνηγήσω με μεγαλύτερη επιτυχία τις υπεκφυγές της φαντασίας σας.

Λοιπόν,όχι. Η πρώτη μου αγάπη, την εποχή που την αγάπησα, δεν ήταν παρά είκοσι χρονών. Εγώ ήμουν οκτώ.

Η διαφορά της ηλικίας μας αυτή καθαυτή δεν θα ήταν μεγάλη, αν οι αριθμοί των χρόνων μου δεν ήσαν τόσο χαμηλά. Μα αυτό δεν έχει σημασία. Εκείνη την εποχή ο χρόνος ήταν κάτι τι ανώτερο για μένα. Ήξερα ότι ήμουν οκτώ χρονών, αλλά ήμουν βέβαιος ότι αυτό το νούμερο ήταν ένα συμβατικό σημείο προς ταξινόμηση της ηλικίας μου, απέναντι της ηλικίας του διπλανού μου. Δεν μπορούσα όιμως να εννοήσω ότι μόλις οκτώ χρόνια έχουν περάσει από την ημέρα που είδα το φως. Χωρίς άλλο έπρεπε να ζούσα πολύ καιρό, είκοσι, τριάντα χρόνια, ξέρω και γω...
Ας μην πάρουν οι οπαδοί της μετεμψύχωσης επιχείρημα αυτή τη χρονολογική φαντασία της ομίχλης του παιδικού μου μυαλού. Ας μην ψάξουν να βρουν ενστικτώδη υποσυνείδητα μιας γερασμένης ψυχής που έζησε, και ξαναζεί σε ένα νέο κορμί. Ήταν άγνοια της πραγματικότητας και τίποτα παραπάνω. Γιατί αν είχα ζήσει άλλοτε, εδώ και καιρό, μ'όλη την προσωρινή μεταβατική κατάσταση της ψυχής μου, θα μου'μενε κάποια ανάμνηση της χαράς της επίγειας ζωής, ώστε να μην έκανα το λάθος να ξαναγεννηθώ.

Πολλοί ίσως να βρουν ότι έιχα πρόωρο ερωτικήν ανάπτυξη. Τι πλάνη! Αισθηματική δεν αρνούμαι, μα ερωτικήν, αδύνατο. Και όμως, αν ρίχναν μια ματιά στην "Πρώτη αγάπη" του Κονδυλάκη, θα βλέπαν ότι δεν υπάρχει τίποτα καινούργιο κάτω από τον ήλιο. Καθένας από την άχαρη ανατολή της ζωής του κρύβει μέσα του σε εμβρυώδη κατάσταση τη libido. Αγαπάει είτε σαν ασυνείδητος εραστής, είτε σαν σύνθετος Οιδίπους. Δεν έχει όμως το θάρρος στη δύση πια του βίου του να απλώσει μπροστά στον κόσμο τις πρώτες χλιαρές αχτίνες του ήλιου του.
Τίποτε καινούργιο κάτω από τον ήλιο, μα πολλά κρυφά.

Ήταν ένα λευκό διάφανο ασθενικό κορίτσι, ένα όμορφο κορίτσι. Μια δημιουργία της φαντασίας του Μυσσέ, και της ρομαντικής πλειάδας. Μια εικόνα του Γκρεζ, χωρίς αφέλεια όμως. Κάτι πιο σύγχρονο. Αυτή τη μορφή ίσως την βρείτε και στον Φραπιέ και στον Μπαζέν. Η Ρόζα της "Maternelle" ή η Νταβιντέ Μπιρό; Ήταν δασκάλα. Δασκάλα μου, για να εννοούμαστε.
Επήγαινα στην τρίτη του δημοτικού, σ'ένα μεικτό επαρχιακό σχολείο. Η μεγάλη αυλή του μόνο στις γωνιές είχε λίγη χλόη την άνοιξη.Δυό-τρείς ακακίες και μερικά βρωμόδεντρα ήταν το μοναδικό της στολίδι. Το χειμώνα το νερό της βρύσης πάγωνε, και
η κρυσταλλιασμένη λάσπη έσπαζε κάτω από τα χοντρά παιδικά παπουτσάκια μας.
Η κυρία Νίτσα -αυτό ήταν το όνομα της πρώτης δασκαλικής μου αγάπης -δεν ερχότανε ποτέ στην ώρα της. Η διευθύντρια έκλεινε τα μάτια σ'αυτό το μικρό πειθαρχικό παράπτωμα . Ο χειμώνας του κάμπου είναι τόσο κακός για τα κακόμοιρα τα κορίτσια που βγάζουν το ψωμί τους. Ο βοριάς ξεχύνεται από τις κορφές του Ολύμπου παγερός και κοκαλιάζει τους βόλους στα χωράφια της εριβώλακος Θεσσαλίας.
Η τάξη μας είναι ένα γωνιακό δωμάτιο, πάντα γιομάτο ήλιο, όταν δεν ήταν συννεφιά. Η σόμπα στη γωνιά τραβούσε με θόρυβο και κάπνιζε όλη την κάμαρα. Καθόμουν στο πρώτο θρανίο, και με υπομονή περίμενα. Οι σύντροφοι μου δίπλα κάναν ωραία σχέδια για την περίπτωση που δεν θα'ρχόταν ηκυρία".
Πρώτα θα βγαίναν στην αυλή να παίξουν αμπάριζα. Ύστερα η "κυρία" διευθύντρια θα τους έδιωχνε γιατί θα κάναν θόρυβο και θα ενοχλούσαν τις "μεγάλες". Αυτό ήταν η ύστατη ικανοποίηση του ορμέμφυτου της ελευθερίας, που βλάσταινε μέσα στις νέες ανθρώπινες ψυχούλες τους. Και ύστερα η εκδήλωση αυτού του ορμέμφυτου. Η άσκοπη πολυθόρυβη περιπλάνηση στον κάμπο. Και οι οπτασίες περνούσαν μπρος από τα μάτια μας.
Θα πηγαίναμε στον σταθμό. Ο δρόμος είναι γιομάτος λάσπη, μα αυτό δεν έχει σημασία. Είναι τόσο ωραίο να νιώθεις το έδαφος να υποχωρεί κάτω από τα πόδια σου, σα μια γλιστερή μαλακή μάζα. Από κει θα παίρναμε από το μηχανοστάσιο ασετυλίνη-είχαμε σχέσεις με το προσωπικό- και με το πολύτιμο αυτό αντικείμενο στα χέρια, θα πηγαίναμε στη μεγάλη "Μαγούλα", την Ορμάν μαγούλα, όπυ θα εκσφενδονίζαμε τον πρώτο τυχόντα τενεκέ γάλακτος Νεστλέ στο στερέωμα, με τη βοήθεια των αερίων της οργανικής αυτής ουσίας.
Ίσως παρατηρήσετε ότι μεταχειρίζουμαι στην πιο απάνω περίοδο τη λέξη "θα" πολλές φορές εις βάρος κάθε σύνταξης και στύλ. Και όμως, αυτή η λέξη είναι όλη η περίοδος. Γιατί συνήθως απάνω στο φόρτε του αλήτικου ονείρου μας άνοιγε η πόρτα, και έμπαινε, ωχρή, παγωμένη, τυλιγμένη στο φτωχικό δασκαλικό παλτό της, η κυρία Νίτσα.

Θα μου πείτε, πως θυμάμαι ύστερα από τόσα χρόνια τα γεγονότα της πρώτης παιδικής μου ζωής.Ψάξτε καλά στις αναμνήσεις σας. Με λίγη καλή θέληση, θα βρείτε παλιές εικόνες γιομάτες δροσιά και αθωότητα. Τα μικρά μας χρόνια είναι τόσο λίγα, και τόσο χαρακτηριστικά , ώστε να μην μπορούν ν'ανακατευτούν με τον άχαρο συρφετό της μεγάλης μας ζωής . Είναι ένα σύνολο σαφές και καθαρό, μια γραμμή ευθεία και προσδιορισμένη. Σαν περάσουν πια αρχίζει ο λαβύρινθος και τα ζιγκ-ζάγκ της αγωνιώδους και απαιτητικής υπόστασής μας. Είμαστε μεγάλοι. Θέλουμε, θέλουμε, χωρίς να ξέρουμε τι θέλουμε. Το χαρακτηριστικό της ζωής είναι η αγωνιώδης προσμονή, όσο είμαστε παιδιά, κάποιου καλού, και όταν μεγαλώσουμε κάποιου κακού.
Ψάξτε καλά στις αναμνήσεις σας. Θα βρείτε έναν άλλον άνθρωπο, αλλιώτικο από σάς, ξένο, ένα φίλο ίσως και εχθρό. Σεις δεν είστε εκείνος. Ο Ανατόλ Φράνς δεν είναι ο "Μικρός Πέτρος". Είναι ο λεπτός νοσταλγός, ο πατρικός διάδοχος του παιδιού που είχε τ'όνομά του. Είναι σαν μιά πνοή καθαρού αέρα, ή σαν μια πρέζα κοκαϊνης.

Το μάθημα της κυρίας Νίτσας είναι ιεροτελεστία. Η αδυναμία του εύθραστου αυτού αναιμικού κοριτσιού είχε πάνω μας μιαν επιβολή μεγαλύτερη από μια πελώρια μυϊκή δύναμη. Να μια περίεργη απόδειξη των δύο ακροτήτων. Η απαλή και γλυκιά φωνή της μιλούσε μέσα στις άγουρες ψυχές μας. Το μάθημα το ρουφούσαμε σαν μέλι από το στόμα της.
Όταν συλλογιέμαι τις παλιές αυτές ώρες, προσπαθώντας να ξεδιαλύνω λίγο από το μυστήριο της παιδικής ψυχής μου, βγάνω το συμπέρασμα ότι μάλλον υποβολή, παρά επιβολή, χαρακτήριζε αυτή τη γυναίκα. Το κέρινο ωραίο πρόσωπό της, που το κόβουν κόκκινα χείλια, σκοτωμένα βλέφαρα με πελώρια μαύρα τσίνορα, πάνω από μενεξεδένια καθαρά μάτια, ήταν ένα μείγμα αθώου κοριτσιού και femme fatale. Είτε μέσα στο μισοσκόταδο ενός συννεφιασμένου πρωινού, είτε στο φως ενός καλοκαιριάτικου δειλινού, είχε μια πελώρια χάρη και μια άδολη, άθελη γοητεία.
Βέβαια, εκείνο τον καιρό δεν ήμουν σε θέση να κάνω τέτοιες κρίσεις. Μόνο εικόνες σώζονται μέσα μου, εικόνες που ξαναζωντανεύουν κάτω από την πίεση της νοσταλγίας. Και είτε τότε τις έζησα, είτε τώρα τις ζω είναι το ίδιο.

Τα άμαθα χέρια μας γλιστρούσαν αδέξια στο ριγωμένο χαρτί. Η καρδιά μας χτυπούσε μήπως δεν κάνουμε τα γράμματα καλά. Τόσα κεφαλάκια, σκυμμένα με άφατη προσοχή, τραβούσαν γραμμές στο ανοιχτό μπλέ τετράδιο. Ένας ελαφρός μονάχα κρότος τριβής ακουγόταν στο άσπρο δωμάτιο. Η κυρία Νίτσα πάνω στην έδρα φάνταζε πιο άσπρη παρά ποτέ κάτω από τον όγκο των καστανών μαλλιών της.

Η αγωνία φώλιαζε μέσα στο στήθος μου. Τα γράμματα, παρ'όλη την χτηνωδώς παιδική επιμονή μου, αραδιαζόσαντε άτακτα και χοντρά πάνω στο χαρτί. Η απελπισία μου έφτανε στο κατακόρυφο. Σήκωνα τα μάτια μου γιομάτα τρόμο και ικεσία προς την έδρα. Τι συλλογιζότανε; Που ταξίδευαν τα διαφανή μενεξεδένια μάτια κάτω από τα μαυρισμένα βλέφαρα; Γιατί αναστενάζει; Μήπως είναι άρρωστη; Γιατί δεν μας κοιτάει; Μας ξέχασε;
Το λευκό κεφάλι σηκώνεται. Με είδε, με κοιτάει. Τα μαλλιά της είναι πιο κοντά παρά ποτέ.
-Τι είναι, Γιαννάκη;
Τι είναι; Μα είναι τόσο πολλά πράματα μυστηριώδη για τη μικρή ψυχή μας, που έπρεπε να τα είχες καταλάβει, αέρινη μικρή δασκάλα. Μέσα στο κάθε παιδί κρύβεται ένας άντρας, ένας άντρας όπως όλοι οι άλλοι, όπως ο όμορφος λοχαγός, παραδείγματος χάριν, που περνάει με τ'άλογο του τέσσερις φορές την ημέρα, κάτω από το παράθυρο της τάξης. Αυτόν τον κρυμμένο παιδικόν άντρα, έπρεπε να τον είχες ανακαλύψει, έπρεπε να τον είχες δαμάσει με την γυναικεία τέχνη σου. Μα δεν είχες καιρό. Τον δικό σου άντρα, τον ώριμο άντρα, τον ανακάλυψες, και αν δεν δάμασες αυτόν, δάμασες χωρίς άλλο το άλογό του, γιατί δεν εξηγιέται αλλιώς πως στεκόταν πάντα κάτω από το ανοιχτό παράθυρο, σκάβοντας με το πόδι τη γη και χλιμιντρώντας.
Εξέχασες τελείως τα παιδιά σου, κακή κυρία Νίτσα.
Η φωνή μου όταν της απαντούσα ήταν κλαψιάρικη.
- Δεν μπορώ να κάνω το ψι...
Το ψι. Ο τύραννος του νεοφώτιστου μαθητή. Ο τρόμος της καλλιγραφίας. Το χεράκι μπερδεύεται και τρέμει όταν αρχίζει να χαράζει το μεγάλο κόμπο, το γόρδιο αυτό δεσμό του ελληνικού αλφαβήτου.
Ένα χαμόγελο γιομάτο καλοσύνη ζωγραφίζεται στο πρόσωπό της. Τα μεναξεδένια μάτια στάζουν μέλι. Κατεβαίνει από την έδρα. Κάθεται κοντά μου στην άκρη του θρανίου. Από το κλειστό γιακά της βγαίνει μια μυρουδιά γυναίκας, απροσδιόριστη ακόμη για την αναίσθητη όσφρησή μου, μα αρκετά μυστηριώδης και ευχάριστη από τότε. Το μακρύ κορμί της ακουμπάει απάνω μου. Η ελαστική της σάρκα αποτυπώνεται καλά στη μνήμη μου, μ΄ένα αίσθημα περίεργο, συγγενές προς την ηδονή. Έχω λόγους να νομίζω ότι αυτή είναι η ηδονή σε εμβρυώδη κατάσταση.
Τα μακριά κέρινα δάχτυλά της παίρνουν στη θερμή μυρωμένη λαβή τους το ανήξερο παιδικό μου χέρι. Και με οδηγούσε στο δαίδαλο του ψι, σωστή διανόηση αυτή, εμένα αγράμματο παιδί , όπως μια μεστή γυναίκα τον ανήξερο έφηβο στο λαβύρινθο του έρωτα.

Συλλογιέμαι καμιά φορά εκείνη τη γυναίκα που, εδώ και χρόνια τώρα, για λίγες δραχμές, ανέλαβε να μου δείξει το ασανσέρ που ανεβαίνει στον έβδομο ουρανό της αγάπης. Κανένα καινούργιο συναίσθημα. Είμαι βέβαιος πως το ρόλο που έπαιξε αυτή ρεαλιστικότερα, τον ντεμπουτάρισε σε μένα η κυρία Νίτσα, με έναν ασυναίσθητο ρομαντισμό, για να λέμε την αλήθεια. Γιατί το φτωχό κορίτσι δεν μπορούσε να ξέρει τις απόκρυφες γωνιές της ψυχής των μαθητών της.
Κάθε γνωστού πράματος την πρώτη γνώση πρέπει να την ζητάμε πίσω, στις πιο μακρινές εποχές της ζωής μας. Εκείνο που μόλις σήμερα γνωρίσαμε, το είχαμε δει και άλλοτε. Πότε; Αυτό είναι μυστήριο. Κάτω από μια από τις άπειρες μορφές του, κάποτε θα έπεσε στην αχτίνα των αισθήσεών μας. Ίσως σε κάποια εποχή τόσο περασμένη και ξεχασμένη, ώστε η φαντασία μας να την βάζει σε μια χρονολογία πιο μακρινή από τη γεννησή μας. Και λέω η φαντασία μας, για να μην πάρουν επιχείρημα οι οπαδοί της μετεμψυχώσεως για να στηρίξουν τις αβέβαιες επιστήμες τους. Όχι, δεν τους το επιτρέπω.

Το τέλος το ειδυλλίου ήταν οιχτρό. Η κυρία Νίτσα με προβίβασε. Και την άλλη χρονιά στην μεγαλύτερη τάξη παρακολουθούσα το άχαρο μάθημα μιας άσκημης γεροντοκόρης, που το μαραμένο της μούτρο ήταν γεμάτο κακόχρωμα σπυριά, εκδήλωση μιας αργοπορημένης και ανικανοποίητης νιότης. Το όνειρο έσβησε από τα μάτια μου και σιγά σιγά από την καρδιά μου.

Η κυρία Νίτσα παντρεύτηκε το λοχαγό. Ήμουν παρών στους γάμους της. Καμιά ζήλεια δεν τάραξε την ψυχή μου. 'Ημουν από τότε πολιτισμένος. Την βλέπω σήμερα συχνά. Τα δέκα χρόνια που μας χωρίζουν δεν αποτελούν πια ανυπέρβλητο διανοητικό και κοινωνικό εμπόδιο. Ο κοσμοπολιτισμός μας έχει φέρει σε ίση μοίρα. Είναι ακόμα ωραία, μολονότι έχει χάσει το θέλγητρο της μισοσκότεινης τάξης. Είναι μια γυναίκα, και όχι οπτασία. Ο άντρας της είναι πια συνταγματάρχης που έχει λάβει μέρος σε τρια κινήματα. Ζει ευτυχισμένη, και έχει μια κόρη που της μοιάζει πολύ. Δεν μας χωρίζουν παρά δέκα χρόνια, μα αυτή τη φορά εγώ είμαι ο μεγαλύτερος. Το μυαλό σας ίσως πάει μακριά. Αυτό είναι άλλο ζήτημα. Ήθελα μόνο να σας πω για την πρώτη μου αγάπη...
Περιττό να προσθέσω ότι δεν την αγαπώ πια.

Παρασκευή 9 Ιουλίου 2010

Φαίδρα By: Nick Takolas

Πείτε μου λοιπόν….

-Τι θέλετε να σας πω; Αν μου άρεσε; Υπέροχο ήταν…
-Όχι, δεν ρώτησα γι’ αυτό… Γιατί με κοιτούσατε σαν μαγνητισμένος στο μπαρ. Ξέρω ότι δεν μετράω τόσο για έναν πιο νέο από μένα άντρα. Μη φοβάστε… Η αυτοπεποίθηση μου είναι υγιής…

Φορούσε μόνο μια ξεκούμπωτη πουκαμίσα, που δεν έκρυβε πολλά. Είχε περάσει τα εξήντα, μα ήταν σίγουρα πανέμορφη και γοητευτική γυναίκα. Το πρόσωπο της ήταν φωτεινό κι αρχοντικό. Το σώμα της είχε τα χνάρια της ηλικίας και ίσως κάποια λίγα παραπανίσια κιλά, μα ήταν ιδιαίτερα ποθητή και ερωτική. Μόλις το έζησα άλλωστε… Καθόμουνα στο κρεβάτι και την κοίταζα ονειροπόλα. Εκείνη καθόταν σε μια πολυθρόνα μπροστά στο τραπέζι, πίνοντας γουλιές καφέ, ξεφυσώντας τον καπνό ενός τσιγάρου. Χαμογέλασα μέσα μου. Νεαρός λοιπόν, ετών πενήντα. Έπιασε το χαμόγελο μου και ξαναρώτησε.

-Θα μου πείτε; Μούκανε εντύπωση ότι με κοιτάζατε έντονα, ενώ δεν ξέρατε ότι σας έβλεπα σε καθρέφτη… Ακόμα πιο κολακευτικό.
-Είστε παντρεμένη; … ψέλισσα…

-Παντρεύτηκα, έχω παιδιά, χώρισα. Ξαναπαντρεύτηκα. Δε μου βγήκε.. Έχτισα λοιπόν δικό μου κόσμο. Εσείς;
-Πού ζήσατε;
-Παντού θάλεγα. Πολλές πόλεις, λίγο στο εξωτερικό. Έζησα όμορφα. Πιστεύω πως και τώρα ζω καλά, αν και μόνη.
-Και στην ανάγκη; Ψωνίζεστε στα μπαρ;

Η αγενής ερώτηση μου δεν είχε σκοπό να τη θίξει, αλλά να εμποδίσει δικές της ερωτήσεις σε μένα. Ένιωθα ένα μικρό πανικό, έπρεπε να κρύψω τη δική μου μεριά. Δεν πτοήθηκε. Με κοίταξε μόνο, λίγο πιο έντονα…

-Όχι, βολεύομαι με φίλους. Έχω ανοιχτό κύκλο. Νομίζω ότι κατατρόπωσα την κακή μοναξιά και κέρδισα την καλή. Την έχεις ανάγκη όταν μεγαλώνεις…
-Φίλους, ποιος μπορεί να στηριχτεί μακροχρόνια σε φίλους;
- Με έσωσε το γεγονός πως όλη μου τη ζωή έκτιζα ειλικρινείς και βαθιές σχέσεις. Έστω ανοιχτές...Όσο για το χρόνο μου, έχω πολλά γεμίσματα.

Φαινόταν πράγματι να το παλεύει. Η ράχη της ήταν ολόισια και στητή. Οι αναλογίες της συμμετρικές με μικροψεγάδια. Και μια απόλυτη γαλήνη. Συμφιλιωμένη με τον εαυτό της, ψύχραιμη.

-Στο μπαρ σταμάτησα τυχαία. Είχα βαρεθεί στην αγορά. Δεν λέω όχι και σε περιπετειούλες, όταν μιλάει το κοριτσάκι μέσα μου…
-Ήμουνα τυχερός δηλαδή

-Όχι, τίποτα δεν θα γινόταν αν δε σας «τσάκωνα στα πράσα», να με κοιτάτε σαν να είδατε τη Μονρόε ή τον εξαπωδώ. Μου κινήσατε την περιέργεια. Ποιο είναι το μυστικό; Σας θυμίζω κάτι;
- Η σπάνια αύρα σας. Μελαγχολική, όμορφη, έμπειρη σίγουρα, όλα μαζί.
-Θα μπορούσατε να με ερωτευτείτε κιόλας, έτσι που τα λέτε. Χα, χα. Πλάκα έχει, μα δεν είναι αληθινό. Θα ξανασυναντηθούμε;
-Πιθανόν, ψέλισσα. Ανταλλάξαμε κάποια τηλέφωνα κι έφυγα.

Βγήκα βιαστικά, με το ωκεάνιο χταπόδι να μου σφίγγει ακόμα το μυαλό.

-Ναι, μπόρεσα να σας ερωτευτώ Φαίδρα, κυρία Φαίδρα. Τότε που μας διαβάζατε κατακόκκινη από αμηχανία, για το χρυσό δίχτυ του Ήφαιστου, που έπιασε στα πράσα την Αφροδίτη με τον Άρη στη ραψωδία της Ιλιάδας, μέσα σε γελάκια και ψιλοσφυρίγματα πενήντα αρσενικών μικροδιάβολων. Γυμνάσιο Αρρένων - Δευτέρα τάξη μιας ξεχασμένης κωμόπολης. Η μισή τάξη ερωτευμένη μαζί σας.

Σηκώθηκα όρθιος, πιο ερωτευμένος ίσως απ’ όλους και ζήτησα να διακοπεί η ανάγνωση για να γλυτώσετε, συγκεντρώνοντας τα πυρά των πάντων. «Σκάσε, ρε ηλίθιε. Φτιάχνεται, δεν τη βλέπεις;». Συνεχίσατε την ανάγνωση αναστατωμένη. Κράτησε ο μονόλογος έρωτας τη μισή μου εφηβεία. Ήσασταν εσείς η θεά της ομορφιάς, ξεχωριστή Αφροδίτη, το τιμαλφές της κρύας και μίζερης πόλης μας, στην καταχνιά της χούντας…

Άρχισα να τρέχω, προς το σπίτι μου. Δεν με χωρούσαν τα ταξί και τα αστικά. Ποιος ξέρει πόση ώρα…Φτάνοντας έκανα σιγά, πολύ σιγά για να μην ξυπνήσω κανένα…



Τετάρτη 7 Ιουλίου 2010

Αφροδίτη Λυμπέρη, Κοινωνιολογική προσέγγιση ενός περιθωριακού ουράνιου τόξου.

Αυτά τα χρώματα δεν έπρεπε να βρεθούν ποτέ μαζί.Μιλώ για τους μπλε ανθρώπους,τους ενοχικά ξάστερους, αυτούς που άγονται και φέρονται από έναν δυνάστη Ήλιο.Για τα πράσινα συναισθήματα, που τα τσαλαπατούν οι περαστικοί, παρά το ''αγαπάμε και φροντίζουμε το πράσινο'', που φέρουν ως σφραγίδα γνησιότητας.Για τα κιτρινισμένα όνειρα, τα φυλαγμένα από χρόνια στο μπαούλο, που η γεροντοκόρη θα τα κληροδοτήσει άνευ λόγου στην παρακείμενη ενορία.Για τα πορτοκαλί σπάνια ζώα, που αρέσκονται σε μεταμφιέσεις καλοκαιρινών φρούτων για να μπαίνουν σωρηδόν στα σπίτια, ξεχνώντας πως τα μεσάνυχτα από συνήθεια δαγκώνουν.Για τα κόκκινα λουλούδια, αυτά που προσδοκούν ανάσταση νεκρών και σεπτή ταφή σε τάφο του μέλλοντος αιώνος.Μιλώ για σένα.Μιλώ για μένα.Σ'αυτήν την συνάντηση, μόνο η περιέργεια τελικά θα αρθρώσει λόγο.Όλοι εμείς οι παρευρισκόμενοι, θα βαφτιστούμε ξανά στο όνομα του φάσματος και της δύσης και του πεπερασμένου, που ποτέ δε περατώθηκε.Θα ζητήσουμε κάθαρση και αθανασία.Θα βρεθούμε και πάλι μαζί.Στον συννεφιασμένο αττικό ουρανό και κάνοντας έρωτα θα εννωθούμε.Για τα υπόλοιπα αρμόδια ορίζεται η μετεωρολογία.