Παρασκευή 1 Οκτωβρίου 2010

Κώστας Ριτσώνης, 4 Μικρές Ιστορίες

TA XAMENA ΠOIHMATA
Παραλίγο να χάσω 2 ποιήματα.Για μέρες το
χαρτί είχε εξαφανιστεί.Όμως ευτυχώς το βρήκα.
Τα καημένα θα χανόντουσαν για πάντα.
Όμως κι εγώ μια μέρα θα σβήσω κι αυτά θα
ξεχαστούν.
Γιατί εγώ είμαι το καράβι κι αυτά είναι οι
επιβάτες.


ΤΑ ΓΥΑΛΙΑ
Γράφε λοιπόν γράφε.Αφού αυτό σε
καλμάρει
Φόρεσε τα γυαλιά σου.Σκύψε πάνω
στην παλιά σου ατζέντα.

Η ΚΑΣΕΤΑ
Άφησα την κασέτα πάνω στο τραπέζι
κοντά στο κασετόφωνο. Ο ήλιος την
έλουσε.Την χτύπησε η ζέστη και
λιώσαν τα τραγαύδια.

ΜΥΡΩΔΙΕΣ ΧΡΩΜΑΤΩΝ
-Παράξενα νιώθω μες στο χρωματοπωλείο.
Μου έλεγε ο ζωγράφος.
Τα χρώματα μυρίζουν άλλοτε χαρούμενα κι
άλλοτε λυπημένα.


Πέμπτη 12 Αυγούστου 2010

Ναυάγιο στα Κράβαρα

ΛΑΪΚΟ ΤΕΤΡΑΣΤΙΧΟ
«Πέρκος Περίστα
Κλεπά και Σινίστα
στου Δημητράκη το χωριό
πνιγήκαν καράβια σαράντα δυο»

( Ο Δημητράκης ήταν προύχοντας της Σινίστας (Περδικόβρυσης)


Το λαϊκό αυτό σκωπτικό-χιουμορίστικο τετράστιχο, το χρησιμοποιούσαν οι Κατωχωρίτες (κάτοικοι των χωριών των πεδινών χωριών) για να πειράξουν και περιπαίξουν τους κατοίκους των ορεινών, άγονων και απρόσιτων χωριών των Κραβάρων που ήταν κτισμένα κοντά στις όχθες του ποταμού Εύηνου (Φίδαρη).
Λέγεται ότι το τετράστιχο αυτό ήταν έμπνευση ενός Κραβαρίτη μετανάστη στην Αμερική, στα τέλη του 1900, το οποίο δημοσίευσε με σχετικό ρεπορτάζ σε εφημερίδες της Αμερικής.
Ο παμπόνηρος αυτός Κραβαρίτης, καταγόμενος πιθανώς από ένα χωριό, από αυτά που αναφέρονται στο τετράστιχο, προκειμένου να τύχει οικονομικής ενίσχυσης και βοήθειας από το Κυβερνήτη μιας Πολιτείας της Αμερικής, δημοσίευσε ρεπορτάζ για μεγάλη θαλασσοταραχή που ενέσκυψε στα στενά Πέρκου-Περίστας και Κλεπάς-Σινίστας με αποτέλεσμα να καταστραφούν ολοσχερώς τα πλοία του που βρίσκονταν στην περιοχή αυτή.

Το μεγάλο ναυάγιο το αποτύπωσε με το πιο πάνω τετράστιχο και με αποκόμματα δημοσιεύσεων επισκέφτηκε τον Κυβερνήτη της Πολιτείας. Αφού του εξιστόρησε με μελανά χρώματα τη μεγάλη καταστροφή και περιέγραψε την, ως εκ θαύματος σωτηρία του, τον παρακάλεσε να τον βοηθήσει οικονομικά για να “σταθεί“ στα πόδια του και να ξαναφτιαξει το στόλο του. Ο Κυβερνήτης άκουσε με προσοχή τη διήγησή του επισκέπτη, τού είπε θα εξετάσει το αίτημά του και ύστερα από μερικές ημέρες να ξαναπεράσει.
Κατά σύμπτωση όμως ο Κυβερνήτης είχε ελληνική καταγωγή, και ένας από τους γονείς του ήταν Κραβαρίτης.
Μετά μια εβδομάδα ο ναυαγός Κραβαρίτης ξαναεπισκέφτηκε τον Κυβερνήτη. Ο Κυβερνήτης του έριξε μια ματιά, τον κοίταξε από την κορυφή ως τα πόδια και που είπε, ότι το αίτημά του δεν το εξέτασε ακόμα, να έλθει ύστερα από μια εβδομάδα.
Έτσι και έγινε. Ο ναυαγός επισκέπτεται και για τρίτη φορά τον Κυβερνήτη και περίμενε να ακούσει τα αποτελέσματα για το αίτημά του.
Ο Κυβερνήτης του είπε ότι συγκέντρωσε ένα ποσό για να τον βοηθήσει, αλλά θα ήθελε να του εξιστορήσει και πάλι το ναυάγιο.
Ο Κραβαρίτης με τα δάκρυα στα μάτια διηγήθηκε τη φανταστική τρικυμία που έγινε στο Κάκαβο, μεταξύ Πέρκου και Περίστας και τη ζημιά που έπαθε από τη μεγάλη θαλασσοταραχή.
Ο Κυβερνήτης, θαύμασε την ηθοποιία και την πονηριά του συμπατριώτη του, σηκώθηκε επάνω, και του λέγει:
“Καπετάνιο!!!, πάρε αυτή την οικονομική ενίσχυση να αρχίσεις να ξαναφτιάξεις το στόλος σου !!!, αλλά πρόσεξε!!!, μην πηγαίνεις τα νέα σου καράβια κατά Πέρκο-Περίστα, που γίνεται συχνά θαλασσοταραχή, κατά Λομποτινά (Άνω Χώρα) μεριά, να τα πηγαίνεις που τα νερά είναι ήσυχα».
Ο παμπόνηρος-ναυαγός Κραβαρίτης έμεινε σύξυλος για το πάθημά του, γιατί κατάλαβε ότι έπεσε επάνω σε άλλο Κραβαρίτη…..!!!

Αφηγητής Αθανάσιος Καρδαράς, από την Κάτω Χρυσοβίτσα (Καρδαραίϊκα)
Επιμέλεια κειμένου: Γ. Κοτρώνης

Πηγή

Υ.Γ. Οι Κραβαρίτες στη μικροδιήγηση, μαστόρια..῎.:)

Τετάρτη 11 Αυγούστου 2010

Βιαστές, από την Ουδέν

Έρχεσαι, φεύγεις. Κι ύστερα πάλι έρχεσαι και ξαναφεύγεις. Πως με ποθείς το ξέρω. Δεν μπορείς να κρυφτείς από μένα. Απ’ όλους τους άλλους, ναι. Μα όχι από μένα. Το νιώθω το βλέμμα σου να με μετράει. Ακόμη κι όταν δεν είσαι εδώ. Βαραίνει πάνω μου. Δεν τα κρατάς τα προσχήματα. Τόσο εδώ, τόσο εκεί, από δω μέχρι εκεί. Υπολογίζεις γωνίες, αναζητάς κερκόπορτες. Σε τι; Σ’ αυτό που απλόχερα σου δίνεται. Κατακτητή της δεκάρας. Δεν τις μπορώ τις προσδοκίες σου. Δεν τις αντέχω. Πώς τολμάς μ’ άδεια χέρια να με πλησιάζεις; Δεν έχω τίποτα να σου δώσω, αν δεν έχεις. Οι περισσότεροι είστε έτσι. Ρίχνεστε πάνω μου, με διαλύετε με τις προσδοκίες σας, ασελγείτε κατ’ εξακολούθηση. Με ποιο δικαίωμα; Ποιοι νομίζετε πως είστε; Βιαστές είστε παρθένων. Αυτό είστε, είπε το χαρτί…

Υ.Γ. Και άλλα εδώ

Σάββατο 7 Αυγούστου 2010

Ισπανόφωνη Αθολογία Μικροδιηγήσεων


Τα τελευταία χρόνια στον ισπανόφωνο κόσμο άρχισε να έχει μεγάλο ενδιαφέρον η σύντομη διήγηση. Τα διδακτορικά ακολουθούν το ένα το άλλο. Τόσο για να καθοριστεί και να ξεκαθαριστεί το είδος όσο και για να επιχειρηθούν περαιτέρω εξειδικεύσεις. Ο πιο γνωστός εκπρόσωπος του είδους στον ισπανόφωνο κόσμο είναι ο Αουγούστο Μοντερρόσο. Το μικρό του κείμενο με τίτλο "Ο δεινόσαυρος", από το 1963 που πρωτοδημοσιεύτηκε υπήρξε έναυσμα για πολλές αναλύσεις και παρακίνησε πολλούς να τον μιμηθούν. Σήμερα υπάρχουν εκδόσεις, φόρα, διαγωνισμοί, ανθολογίες, βραβεία, ένας ολόκληρος κύκλος δραστηριοτήτων γύρω από το είδος. Χοντρικά λέμε μικροδιήγηση ένα κείμενο που δεν ξεπερνάει τις 200 λέξεις.
Αυτά που μεταφράζουμε εδώ αποτελούν μια ανθολογία από κείμενα που δεν ξεπερνούν τις δυό γραμμές. Θα τα μεταφράσουμε σιγά σιγά και αν παραστεί ανάγκη θα προσθέσουμε και κάποια θεωρητικά κείμενα για το είδος. Θα αναφέρουμε το όνομα του συγγραφέα και τον τίτλο καθώς και την εθνικότητα και τη χρονολογία δημοσίευσης. Τα υπόλοιπα βιβλιογραφικά δεν χρειάζονται εδώ.



ΑΟΥΓΟΥΣΤΟ ΜΟΝΤΕΡΡΟΣΟ (Γουατεμάλα- Μεξικό)
Ο κεραυνός που έπεσε δυό φορές στο ίδιο μέρος

Ήταν μια φορά ένας Κεραυνός που έπεσε δυό φορές στο ίδιο μέρος. αλλά βρήκε πως ήδη από την πρώτη είχε κάνει αρκετό κακό, που πια δεν ήταν ανάγκη, και εθλίβη πολύ.

1969

ΑΛΕΧΑΝΤΡΟ ΧΟΔΟΡΟΒΣΚΙ (Μεξικό)
Μετά τον πόλεμο

Το τελευταίο ανθρώπινο ον έριξε την τελευταία πέτρα της γης πάνω στον τελευταίο νεκρό. Την ίδια εκείνη στιγμή κατάλαβε πως ήταν αθάνατος, γιατί ο θάνατος υπάρχει μονάχα στο βλέμμα του άλλου.


ΧΟΣΕ ΝΤΕ ΛΑ ΚΟΛΙΝΑ ( Μεξικό)
Φλογερός

Θέλεις να μου φυσήξεις το μάτι;- μου είπε αυτή- Κάτι μπήκε μέσα και με ενοχλεί. Τη φύσηξα στο μάτι και είδα την κόρη της ν' ανάβει λες και ήταν μια θράκα που ενέδρευε μέσα στις στάχτες.


ΕΟΥΣΕΜΠΙΟ ΡΟΥΜΠΑΛΚΑΜΠΑ ( Μεξικό )
Ο μελομανής

Αγοράζει δίσκους, διαβάζει βιογραφίες μουσικών, συλλέγει προγράμματα συναυλιών. Στις φλέβες του κυλάει μουσική. Και πολλές φορές αγαπάει τη μουσική περισσότερο κι από τους ίδιους τους μουσικούς. Μόνο που κλαίει αντί να παίζει.



ΑΝΤΟΛΦΟ ΜΠΙΟΫ ΚΑΣΑΡΕΣ ( Αργεντινή )
Μετεγχειρητικό

Όποια και να ήταν τα αποτελέσματα- δήλωσε ο ασθενής, τρεις μέρες μετά την εγχείρηση- η σημερινή θεραπευτική μου φαίνεται πολύ χειρότερη από αυτή των μάγων, που θεράπευαν με μαγικά και με χορούς.

1959



ΑΝΤΟΛΦΟ ΜΠΙΟΥ ΚΑΣΑΡΕΣ ( Αργεντινή )
Για ένα θησαυρό λαϊκής γνώσης

Μου λέει η τουκουμάνα: "Αν σε τσιμπήσει αράχνη, σκότωσέ την στη στιγμή. Την ίδια απόσταση θα κάνουν η αράχνη από το τσίμπημα και το δηλητήριο ως την καρδιά σου"

Τουκουμάνα: η κάτοικος επαρχίας της Αργεντινής
1959



ΧΑΙΡΟ ΑΝΙΜΠΑΛ ΝΙΝΙΟ ( Κολομβία )
Ιστορία της άμμου

Μια μέρα η πόλη εξαφανίστηκε. Κατα μέτωπο με την έρημο και με τα πόδια βυθισμένα στην άμμο, όλοι κατάλαβαν πως τριάντα μακριά χρόνια τα είχαν περάσει ζώντας σ' έναν αντικατοπτρισμό.




ΧΑΙΡΟ ΑΝΙΜΠΑΛ ΝΙΝΙΟ ( Κολομβία )

Όλα τα φαντάστηκε ο Σούπερμαν, εκτός από το ότι θα έπεφτε κατεστραμένος σ' εκείνη τη ζεστή ακτή και πως το βυθισμένο κορμί του, θα χρειαζόταν μετά για να κάνουν τρεις δωδεκάδες ατσάλινες βίδες, κανονικής ποιότητας.


ΠΟΛΙ ΝΤΕΛΑΝΟ ( Χιλή )
Με την πρώτη ματιά

Το να ειδωθούν και να ερωτευτούν τρελά υπήρξε ένα και το αυτό. Εκείνη είχε τους κοπτήρες μακριούς και ακονισμένους. Εκείνος είχε το δέρμα μαλακό και απαλό: ήταν καμωμένοι ο ένας για τον άλλον.

1975



ΜΟΝΙΚΑ ΛΑΒΙΝ (Μεξικό)
Λογοτεχνικό μοτίβο

Της έγραψε τόσους στίχους, διηγήματα, τραγούδια ακόμα και μυθιστορήματα που μιά νύχτα, γυρεύοντας με πάθος το χλιαρό κορμί της, δεν βρήκε παρά ένα φύλλο χαρτί ανάμεσα στα σεντόνια.

1966



ΧΟΥΛΙΟ ΚΟΡΤΑΣΑΡ (Αργεντινή)
Έρωτας 77

Και μετά αφού κάνουν όλα όσα κάνουν σηκώνονται, μπανιάρονται, πουδράρονται, αρωματίζονται, ντύνονται, κι έτσι προοδευτικά ξαναγίνονται σιγά σιγά αυτό που δεν είναι.

1979



ΑΛΕΧΑΝΤΡΟ ΧΟΔΟΡΟΒΣΚΙ (Μεξικό)
Μυστήρια του χρόνου

Όταν ο ταξιδιώτης κοίταξε προς τα πίσω και είδε πως ο δρόμος ήταν ανέγγιχτος, κατάλαβε πως τα ίχνη του δεν τον ακολουθούσαν αλλά προρορεύονταν.





ΜΑΡΚΟ ΝΤΕΒΕΝΙ (Αργεντινή)
Veritas odium parit

-Φέρε μου το πιο γρήγορο άλογο- ζήτησε ο ευγενής. Μόλις είπα την αλήθεια στο βασιλιά.

1969



ΧΟΥΑΝ ΧΟΣΕ ΑΡΡΕΟΛΑ (Μεξικό)
Ιστορία τρόμου

Η γυναίκα που αγάπησα έχει γίνει φάντασμα. Εγώ είμαι ο τόπος των εμφανίσεών της.

1980




ΑΛΜΠΑ ΟΜΙΛ (Αργεντινή)
Εμμονές

Ονειρεύτηκα πως με φιλούσαν: ήταν μονάχα ο παλμός του ονόματός σου που αυτή τη νύχτα κοιμήθηκε ανάμεσα στα χείλη μου.


1998



ΑΛΜΠΑ ΟΜΙΛ (Αργεντινή)
Ποίημα 1

Ξανά τον χτύπησε η πραγματικότητα, με μανία. Θέλησε να φύγει από τον κόσμο. Να τον σβήσει. Να τον ξαναφτιάξει. Κι έγραψε το ποίημα.


1998



ΜΑΡΚΟ ΝΤΕΝΕΒΙ ( Αργεντινή)
Μονόλογος του Καλιγούλα

Αν εγώ, ο πρώτος από όλους, είμαι αυτό που είμαι (ένα αποφάγι), τι μπορώ να περιμένω από το υπόλοιπο των Ρωμαίων;

1969

ΧΟΥΑΝ ΧΟΣΕ ΑΡΡΕΟΛΑ ( Μεξικό)
Ο κόσμος

Ο Θεός δεν έχει φτιάξει ακόμα τον κόσμο, μόνο τον φαντάζεται, σαν ανάμεσα σε όνειρα. Γι αυτό ο κόσμος είναι τέλειος αλλά συγκεχυμένος.



ΑΛΕΧΑΝΤΡΟ ΧΟΔΟΡΟΒΣΚΙ (Μεξικό)
Ποιότητα και ποσότητα

Δεν ερωτεύτηκε αυτήν, μα τη σκιά της. Θα την επισκεπτόταν την αυγή, όταν η ερωμένη του θα είχε πιο μεγάλο μάκρος.


1995


ΜΑΡΚΟ ΝΤΕΝΕΒΙ ( Αργεντινή)
Εσύ κι εγώ

Διαβάσαμε όλα όσα είχαν γραφτεί για τον έρωτα. Αλλά όταν ερωτευτήκαμε ανακαλύψαμε πως τίποτα δεν είχε γραφτεί για τον έρωτά μας.

1970



ΑΝΩΝΥΜΟΥ (Κίνα)

Δια πάσαν νόσον κ.λ.π.

Λέει η μύγα στη ρόδα του κάρρου: Είδες τι σκόνη που σηκώνουμε!



ΘΕΣΑΡ ΑΝΤΟΝΙΟ ΑΛΟΥΡΡΑΛΝΤΕ (Αργεντινή)
Η πολυθρόνα

Την περνούσε καθιστός όλη τη μέρα, η δουλειά του τουλάχιστον το απαιτούσε. Ένα σπρώξιμο των χεριών του χρειάστηκε μονάχα στην αναπηρική πολυθρόνα.


ΑΛΕΧΑΝΤΡΑ ΜΠΑΣΟΥΑΛΤΟ (Χιλή)
Ρόδα

Ονειρευόσουν ρόδα τυλιγμένα σε μεταξωτό χαρτί για τις επετείους του γάμου σου, αλλά αυτός ποτέ δεν στα έδοσε. Τώρα στα φέρνει κάθε Κυριακή στο κενοτάφιο.

1988


ΧΟΣΕ ΝΤΕ ΛΑ ΚΟΛΙΝΑ (Μεξικό)
Η φιλότεχνος κυρία

Ρώτησα την φιλότεχνο κυρία αν γνώριζε το διήγημα του Αουγκούστο Μοντερρόσο με τίτλο: "Ο δεινόσαυρος"
- Α, είναι χάρμα - μου απάντησε -, συνεχίζω να το διαβάζω.


ΜΙΓΚΕΛ ΓΚΟΜΕΣ (Βενεζουέλα)
Καθημερινή

Μετά από έναν καυγά, έβαλα τη γυναίκα μου στο τραπέζι τη σιδέρωσα και τη φόρεσα. Δεν εξεπλάγην που μου πήγαινε σαν να την είχα συνηθίσει.

1987



ΡΟΔΟΛΦΟ ΜΟΝΤΕΡΝ ( Αργεντινή)
Περί ασκήσεως της εξουσίας

Όταν ο Φανγκ, ο οδηγός, ένιωθε κουρασμένος μετά από μια σκληρή μέρα δουλειάς, ξεκουραζόταν τρία χρόνια. Και μαζί του όλο το βασίλειο.

1980



ΕΝΤΜΟΥΝΤΟ ΒΑΛΑΝΤΕΣ (Μεξικό)
Φτώχια

Τα στήθη εκείνης της γυναίκας, που υπερέβαιναν θαυμαστά κι αυτά μιας Τζέιν Μάσφιλντ, τον έκαναν να σκεφτεί τη φτώχια του να έχει μονάχα δυό χέρια.



ΧΑΙΜΕ ΒΑΛΝΤΙΒΙΕΣΟ (Χιλή)
Αμνός του Θεού

-Γιατί θες να με σκοτώσεις; Δεν ξέρεις μάλλον ότι είμαι ο Αμνός του Θεού ο αίρων τας αμαρτίας του κόσμου;
-Ακριβώς γι αυτό.



ΧΟΥΑΝ ΧΟΣΕ ΑΡΡΕΟΛΑ (Μεξικό)
Αγκράφα μουσουλμανική σε οξυρρυνχιανό πάπυρο

Βρισκόσουνα κατάχαμα και δεν σε είδα. Έπρεπε να σκάψω βαθιά μέσα μου για να σε συναντήσω.

1972


ΑΡΜΑΝΤΟ ΧΟΣΕ ΣΕΚΕΡΑ (Βενεζουέλα)
Μια σάρκα

Μόλις ο ιερέας τέλειωσε τη φράση...και έσονται οι δύο εις σάρκαν μία, ο γαμπρός, συνεπαρμένος, ώρμησε να καταβροχθίσει τη νύφη.


ΝΤΑΒΙΝΤ ΛΑΓΚΜΑΝΟΒΙΤΣ (Αργεντινή)
Λάθεμα

Ήταν τυφλός και βάδιζε στην οδό Φλορίδα μ' ένα λευκό μπαστούνι, ακουμπισμένος στο μπράτσο μιας εύρωστης υπηρέτριας, αλλά δεν ήταν ο Μπόρχες.

2004


ΧΟΣΕ ΜΑΡΙΑ ΜΕΡΙΝΟ (Ισπανία)
Εκατό

Ξυπνώντας, ο Αουγούστο Μοντερρόσο είχε μετατραπεί σε δεινόσαυρο. " Σε κατάλαβα παλιόφατσα", του είπε ο Γρηγόριο Σάμσα, που βρισκόταν επίσης στην κουζίνα.


ΧΟΣΕ ΝΤΕ ΛΑ ΚΟΛΙΝΑ (Μεξικό)
Μιά Μαικήνας

Η όμορφη και αισθησιακή κυρία κοιμόταν με τους νεαρούς εθνικούς συγγραφείς για να βελτιώσει την ποιότητα της νέας ερωτικής μεξικανικής λογοτεχνίας.




ΜΑΡΚΟ ΝΤΕΒΕΝΙ ( Αργεντινή)

Το ξέρω- έλεγε ο τιμώμενος συγγραφέας-Έχω γράψει το μισό από αυτό που ήθελα να γράψω και δημοσιεύσει το διπλάσιο από όσο έπρεπε να δημοσιεύσω.

1970





Πρώτη δημοσίευση των μεταφράσεων 2005

Κυριακή 25 Ιουλίου 2010

Βλαχοχώρια, του Αλέξη Καλέση


Μόλις που έμπαινε ο Ιούνης τον έπιανε μια ανησυχία το Μάνθο… Κάτι παράξενο συνέβαινε μέσα του, μια επιθυμία γεννιόταν να φύγει και να πάει εκεί όπου πάντα ανήκε, στην Πίνδο, στο βλαχοχώρι που γεννήθηκε και πέρασε τα μικράτα του. Τη Λάρισα, την πόλη όπου πέρασε μια ολόκληρη ζωή, την αγαπάει, μα, να, όσο να πεις, άλλη αγάπη είναι αυτή για το χωριό. Το χωριό δε φεύγει απ’ το νου, το κουβαλάει ο Μάνθος πάντοτε μέσα του, είναι ο κόσμος όλος, ο δικός του κόσμος είναι οι συγγενείς, είναι οι φίλοι, οι άνθρωποι του… Και - τι παράξενο!- όσο μεγαλώνει, όσο η ζωή βαδίζει προς τη δύση της, τόσο περισσότερο το αποζητά το χωριό… Σα να θέλει να κερδίσει το χαμένο καιρό, να πάρει πίσω όλα αυτά τα καλοκαίρια που με τις δουλειές στο μαγαζί δεν προλάβαινε καλά –καλά να πεταχτεί παρά για μερικές μέρες μονάχα, για το πανηγύρι της Παναγιάς.
Κι’ έτσι, ο Μάνθος, συνταξιούχος πια, με τις πρώτες ζέστες του Ιούνη άρχιζε τη γκρίνια προς τα παιδιά που είχαν πάρει πια τη θέση του στο μαγαζί και δεν άδειαζαν ν’ ασχοληθούν με τα παράπονα του γέρου :
-Άιντε, τι κάθεστε; Πότε θα με πάτε στο χωριό;
Και ερχόταν κάποτε η ώρα, που ο μεγάλος γιος φόρτωνε το Μάνθο και την κυρά Ευανθία στο αυτοκίνητο, μαζί και τα συμπράγκαλα τους, ένα ολόκληρο νοικοκυριό, γιατί εκεί πάνω, «όλα χρειάζονται», και αναχωρούσαν για τα βουνά…
Σα μικρό παιδί έκανε τότε ο Μάνθος…. Σαν έβγαιναν εκεί στα ψηλώματα του Ζιάκα και οι πρώτες κορυφογραμμές της Βασιλίτσας άρχισαν να αχνοφαίνονται στον ορίζοντα, το πρόσωπο του άλλαζε όψη, γινόταν χαρούμενο, γελαστό, γεμάτο προσμονή… Μια ακατάσχετη φλυαρία τον έπιανε τότε, μιλούσε γρήγορα, σχεδόν λαχανιασμένα σα να ’θελε να προλάβει να πει όλες αυτές τις σκέψεις, τις εικόνες, τις αναμνήσεις που του ’ φερνε το τοπίο στο μυαλό, να εκφράσει τα συναισθήματα που πλημμύριζαν την ψυχή του.
-Να, εδώ κοίτα…, έδειχνε στο γιο του. Τη βλέπεις εκείνη την κορφή; Ω ρε μάνα μου θυμάμαι ένα βράδυ τι τράβηξα… Είχαμε τα πρόβατα εδώ και μ’ έστειλε η μάνα να πάω ψωμοτύρι στον παππού σας και τους τσοπαναραίους… Και με πιάνει μια μπόρα, μα τι μπόρα λες εσύ ; Να, κάτω από κείνη την οξιά κρύφτηκα…
Χαμογελούσε ο γιος. Πόσες φορές δεν την είχε ακούσει αυτή την ιστορία, όπως τόσες και τόσες άλλες για τα χρόνια τα δύσκολα που πέρασε ο Μάνθος σαν παιδί… Ιστορίες ασήμαντες, καθημερινές, για τη ζωή και τις ασχολίες των κτηνοτρόφων, αλλά και για μεμονωμένα πρόσωπα, σαν το μπάρμπα το Νούσια που ήταν τόσο χωρατατζής και έκανε όλο το χωριό να ξεστρίβεται απ’ τα γέλια με τα πειράγματα του, σαν μαζεύονταν όλοι στην πλατεία του χωριού. Θυμόταν ακόμη ο Μάνθος τις ιστορίες από το αντάρτικο, το μεγάλο φόβο που ανάγκασε πολλές οικογένειες να εγκαταλείψουν τα χωριά, αλλά και τους Γερμανούς που τους έκαψαν τα σπίτια…
Περνούσε ευτυχισμένες μέρες ο Μάνθος στο χωριό… Εύρισκε τους φίλους του, συνταξιούχοι πια κι’ αυτοί, έπιαναν όλοι μαζί τον πλάτανο της πλατείας, έπιναν καφεδάκι στο καφενείο του Τόλιου και οι μάχες στο τάβλι ήταν ομηρικές… Και σαν έκλειναν την παρτίδα, έπιαναν να θυμηθούν τα παλιά, μιλώντας πάντα στα βλάχικα, τη γλώσσα που τους έμαθαν κάποτε οι μανάδες τους, τη γλώσσα που ένιωθαν περισσότερο, και που δεν είχαν πια την ευκαιρία να μιλούν παρά μονάχα τα καλοκαίρια… Οι συζητήσεις στρέφονταν μετά γύρω από το χωριό… Πάλι δεν έγινε άσφαλτος ο δρόμος κι’ ας τους το υποσχέθηκε ο βουλευτής που ήλθε πέρυσι για το πανηγύρι, και με τα ρέματα που περνούν μέσα απ’ το χωριό κάτι πρέπει να γίνει τώρα που άρχισε η ανοικοδόμηση…
Έτσι κυλούσαν τα καλοκαίρια, μέσα στο δροσερό περιβάλλον του χωριού… Στην πλατεία… Με τα πλατάνια και τις φωνές των παιδιών, όλα αυτά τα εγγονάκια που οι γονείς άφηναν στους παππούδες για να ξεφύγουν μόνοι λίγες μέρες στη θάλασσα… Στα πανηγύρια, έσφυζε από ζωή το βλαχοχώρι… Αντάμωναν και πάλι όλοι μαζί και χαίρονταν ο Μάνθος με την παρέα του. Κι’ ας έχαναν την ησυχία τους…. Έκλειναν από νωρίς τραπέζι στο μαγαζί, παράγγελναν κεμπάπ , και το βράδυ σαν άρχιζαν τα όργανα, ο Κασάρας με τους δικούς του, άρχιζε το ξεφάντωμα :
-«Μαρία λέν’ την Παναγιά, Μαρία λέν’ και σένα μωρ’ Μαρία μου…»

Μα ήρθε ένα καλοκαίρι που ο Μάνθος δεν γκρίνιαξε στα παιδιά… Δεν ζήτησε να τον πάνε στο χωριό… Θα πιάσω ένα δωμάτιο στον Πλαταμώνα, τους είπε, ίσα-ίσα να κάνω μερικά μπάνια… Παραξενεύτηκαν, άρχισαν τα γιατί και πώς, μα λέξη δεν του πήραν… «Ε, κουράστηκα, πού να τρέχω τώρα…», μόνο αυτό τους είπε.
Δεν είχε κέφι πια ο Μάνθος… Να πάει στο χωριό να κάνει τι; Και να δει ποιον; Το Γιάννη που τον κόντραρε στο τάβλι τον ξεπροβόδισε τον περασμένο χειμώνα, για το ταξίδι το στερνό… Ο Τάκης, κι’ αυτός δεν βγαίνει πια στο χωριό, το υψόμετρο του κάνει κακό στην καρδιά… Σκόρπισε η παρέα, τελευταίος απέμεινε… Στην πλατεία οι καρέκλες είναι ολοένα και περισσότερο άδειες και τα εγγόνια, φοιτητές πια, φεύγουν για διακοπές στα νησιά. Κάθεται και κοιτάζει τα σπίτια… Βίλες σωστές με όλες τις ανέσεις και όλα τα κομφόρ… Μέχρι και πλυντήρια και ηλεκτρικές κουζίνες έχουν, γιατί, «έτσι ήρθαν τα χρόνια», δεν γίνεται να πλένουν οι νοικοκυρές τα μάλλινα στη σκάφη και στα ρέματα… Μόνο λυπάται γιατί «τα σπίτια τα φτιάχνουν, αλλά δεν ξέρουν να τα χαρούν». Τα ανοίγουν μόλις για πεντέξι μέρες… Χαμένα λεφτά… Πλακώνουν όλοι μαζί το Δεκαπενταύγουστο στο πανηγύρι με κάτι τεράστια τζιπ και πολυτελή αυτοκίνητα, φέρνουν τις παρέες τους και ξενυχτούν ως το πρωί στα μαγαζιά ακούγοντας τα «μοντέρνα» τραγούδια από το στερεοφωνικό που παίζει στη διαπασών… Μια φορά μάλιστα, ο Μάνθος τους τάπε μεταξύ σοβαρού και αστείου…
- Αχ! Πούναι τα νιάτα μωρέ, να σας δείξω πώς γλεντάνε… Να πάρω τα όργανα και να βγω ψηλά, μέχρι τον Αι Θανάση, να μ’ ακούσει όλο το χωριό…

Κόσμος πολύς στον Πλαταμώνα… Γονείς, παιδιά, ξένοι τουρίστες, περπατούν όλοι στην προκυμαία, άλλοι κάθονται στις καφετέριες, θόρυβος, οχλοβοή, ζέστη αυτοκίνητα, μικροπωλητές, ένας απέραντος κόσμος αταξίας και κίνησης… Ανάμεσα τους, ο Μάνθος και η Ευανθία κάνουν καθημερινά το ίδιο δρομολόγιο. Από το σπίτι ως την παραλία, και από κει σε ένα κοντινό παγκάκι. Κάθεται αρκετή ώρα και αγναντεύει αφηρημένος τη θάλασσα, τον κόσμο, τα αυτοκίνητα… Δεν παραπονιέται, ίσως να είναι καλύτερα έτσι… Μόνο καμιά φορά, σαν το φέρει η κουβέντα, όλο και εξομολογείται στη γυναίκα του:
- Αχ βρε Ευανθία… Που ξέρουν κι’ αυτοί να ζήσουν… Που θα βάλω εγώ μπροστά στη σκιά κάτω απ’ τον πλάτανο αυτό το χάλι… Αλλά τι να πεις… Έτσι ήρθαν τα χρόνια…
Κοιτάζει πάλι τη θάλασσα… Μα το μυαλό ταξιδεύει… Είναι πάντα εκεί, στα σκιερά τοπία και τα πεύκα της Πίνδου, στις χαράδρες και τις ρεματιές με τα τρεχούμενα, τα κρυστάλλινα νερά…

Κυριακή 18 Ιουλίου 2010

Η κυρία Νίτσα , του Μ. Καραγάτση

Η πρώτη μου αγάπη ήταν δέκα χρόνια μεγαλύτερη από μένα, ίσως και πιο πολύ. Αμέσως θα φανταστείτε το αιώνιο ειδύλλιο του αμούστακου εφήβου και της ώριμης γυναίκας, ή μάλλον χήρας, για να κυνηγήσω με μεγαλύτερη επιτυχία τις υπεκφυγές της φαντασίας σας.

Λοιπόν,όχι. Η πρώτη μου αγάπη, την εποχή που την αγάπησα, δεν ήταν παρά είκοσι χρονών. Εγώ ήμουν οκτώ.

Η διαφορά της ηλικίας μας αυτή καθαυτή δεν θα ήταν μεγάλη, αν οι αριθμοί των χρόνων μου δεν ήσαν τόσο χαμηλά. Μα αυτό δεν έχει σημασία. Εκείνη την εποχή ο χρόνος ήταν κάτι τι ανώτερο για μένα. Ήξερα ότι ήμουν οκτώ χρονών, αλλά ήμουν βέβαιος ότι αυτό το νούμερο ήταν ένα συμβατικό σημείο προς ταξινόμηση της ηλικίας μου, απέναντι της ηλικίας του διπλανού μου. Δεν μπορούσα όιμως να εννοήσω ότι μόλις οκτώ χρόνια έχουν περάσει από την ημέρα που είδα το φως. Χωρίς άλλο έπρεπε να ζούσα πολύ καιρό, είκοσι, τριάντα χρόνια, ξέρω και γω...
Ας μην πάρουν οι οπαδοί της μετεμψύχωσης επιχείρημα αυτή τη χρονολογική φαντασία της ομίχλης του παιδικού μου μυαλού. Ας μην ψάξουν να βρουν ενστικτώδη υποσυνείδητα μιας γερασμένης ψυχής που έζησε, και ξαναζεί σε ένα νέο κορμί. Ήταν άγνοια της πραγματικότητας και τίποτα παραπάνω. Γιατί αν είχα ζήσει άλλοτε, εδώ και καιρό, μ'όλη την προσωρινή μεταβατική κατάσταση της ψυχής μου, θα μου'μενε κάποια ανάμνηση της χαράς της επίγειας ζωής, ώστε να μην έκανα το λάθος να ξαναγεννηθώ.

Πολλοί ίσως να βρουν ότι έιχα πρόωρο ερωτικήν ανάπτυξη. Τι πλάνη! Αισθηματική δεν αρνούμαι, μα ερωτικήν, αδύνατο. Και όμως, αν ρίχναν μια ματιά στην "Πρώτη αγάπη" του Κονδυλάκη, θα βλέπαν ότι δεν υπάρχει τίποτα καινούργιο κάτω από τον ήλιο. Καθένας από την άχαρη ανατολή της ζωής του κρύβει μέσα του σε εμβρυώδη κατάσταση τη libido. Αγαπάει είτε σαν ασυνείδητος εραστής, είτε σαν σύνθετος Οιδίπους. Δεν έχει όμως το θάρρος στη δύση πια του βίου του να απλώσει μπροστά στον κόσμο τις πρώτες χλιαρές αχτίνες του ήλιου του.
Τίποτε καινούργιο κάτω από τον ήλιο, μα πολλά κρυφά.

Ήταν ένα λευκό διάφανο ασθενικό κορίτσι, ένα όμορφο κορίτσι. Μια δημιουργία της φαντασίας του Μυσσέ, και της ρομαντικής πλειάδας. Μια εικόνα του Γκρεζ, χωρίς αφέλεια όμως. Κάτι πιο σύγχρονο. Αυτή τη μορφή ίσως την βρείτε και στον Φραπιέ και στον Μπαζέν. Η Ρόζα της "Maternelle" ή η Νταβιντέ Μπιρό; Ήταν δασκάλα. Δασκάλα μου, για να εννοούμαστε.
Επήγαινα στην τρίτη του δημοτικού, σ'ένα μεικτό επαρχιακό σχολείο. Η μεγάλη αυλή του μόνο στις γωνιές είχε λίγη χλόη την άνοιξη.Δυό-τρείς ακακίες και μερικά βρωμόδεντρα ήταν το μοναδικό της στολίδι. Το χειμώνα το νερό της βρύσης πάγωνε, και
η κρυσταλλιασμένη λάσπη έσπαζε κάτω από τα χοντρά παιδικά παπουτσάκια μας.
Η κυρία Νίτσα -αυτό ήταν το όνομα της πρώτης δασκαλικής μου αγάπης -δεν ερχότανε ποτέ στην ώρα της. Η διευθύντρια έκλεινε τα μάτια σ'αυτό το μικρό πειθαρχικό παράπτωμα . Ο χειμώνας του κάμπου είναι τόσο κακός για τα κακόμοιρα τα κορίτσια που βγάζουν το ψωμί τους. Ο βοριάς ξεχύνεται από τις κορφές του Ολύμπου παγερός και κοκαλιάζει τους βόλους στα χωράφια της εριβώλακος Θεσσαλίας.
Η τάξη μας είναι ένα γωνιακό δωμάτιο, πάντα γιομάτο ήλιο, όταν δεν ήταν συννεφιά. Η σόμπα στη γωνιά τραβούσε με θόρυβο και κάπνιζε όλη την κάμαρα. Καθόμουν στο πρώτο θρανίο, και με υπομονή περίμενα. Οι σύντροφοι μου δίπλα κάναν ωραία σχέδια για την περίπτωση που δεν θα'ρχόταν ηκυρία".
Πρώτα θα βγαίναν στην αυλή να παίξουν αμπάριζα. Ύστερα η "κυρία" διευθύντρια θα τους έδιωχνε γιατί θα κάναν θόρυβο και θα ενοχλούσαν τις "μεγάλες". Αυτό ήταν η ύστατη ικανοποίηση του ορμέμφυτου της ελευθερίας, που βλάσταινε μέσα στις νέες ανθρώπινες ψυχούλες τους. Και ύστερα η εκδήλωση αυτού του ορμέμφυτου. Η άσκοπη πολυθόρυβη περιπλάνηση στον κάμπο. Και οι οπτασίες περνούσαν μπρος από τα μάτια μας.
Θα πηγαίναμε στον σταθμό. Ο δρόμος είναι γιομάτος λάσπη, μα αυτό δεν έχει σημασία. Είναι τόσο ωραίο να νιώθεις το έδαφος να υποχωρεί κάτω από τα πόδια σου, σα μια γλιστερή μαλακή μάζα. Από κει θα παίρναμε από το μηχανοστάσιο ασετυλίνη-είχαμε σχέσεις με το προσωπικό- και με το πολύτιμο αυτό αντικείμενο στα χέρια, θα πηγαίναμε στη μεγάλη "Μαγούλα", την Ορμάν μαγούλα, όπυ θα εκσφενδονίζαμε τον πρώτο τυχόντα τενεκέ γάλακτος Νεστλέ στο στερέωμα, με τη βοήθεια των αερίων της οργανικής αυτής ουσίας.
Ίσως παρατηρήσετε ότι μεταχειρίζουμαι στην πιο απάνω περίοδο τη λέξη "θα" πολλές φορές εις βάρος κάθε σύνταξης και στύλ. Και όμως, αυτή η λέξη είναι όλη η περίοδος. Γιατί συνήθως απάνω στο φόρτε του αλήτικου ονείρου μας άνοιγε η πόρτα, και έμπαινε, ωχρή, παγωμένη, τυλιγμένη στο φτωχικό δασκαλικό παλτό της, η κυρία Νίτσα.

Θα μου πείτε, πως θυμάμαι ύστερα από τόσα χρόνια τα γεγονότα της πρώτης παιδικής μου ζωής.Ψάξτε καλά στις αναμνήσεις σας. Με λίγη καλή θέληση, θα βρείτε παλιές εικόνες γιομάτες δροσιά και αθωότητα. Τα μικρά μας χρόνια είναι τόσο λίγα, και τόσο χαρακτηριστικά , ώστε να μην μπορούν ν'ανακατευτούν με τον άχαρο συρφετό της μεγάλης μας ζωής . Είναι ένα σύνολο σαφές και καθαρό, μια γραμμή ευθεία και προσδιορισμένη. Σαν περάσουν πια αρχίζει ο λαβύρινθος και τα ζιγκ-ζάγκ της αγωνιώδους και απαιτητικής υπόστασής μας. Είμαστε μεγάλοι. Θέλουμε, θέλουμε, χωρίς να ξέρουμε τι θέλουμε. Το χαρακτηριστικό της ζωής είναι η αγωνιώδης προσμονή, όσο είμαστε παιδιά, κάποιου καλού, και όταν μεγαλώσουμε κάποιου κακού.
Ψάξτε καλά στις αναμνήσεις σας. Θα βρείτε έναν άλλον άνθρωπο, αλλιώτικο από σάς, ξένο, ένα φίλο ίσως και εχθρό. Σεις δεν είστε εκείνος. Ο Ανατόλ Φράνς δεν είναι ο "Μικρός Πέτρος". Είναι ο λεπτός νοσταλγός, ο πατρικός διάδοχος του παιδιού που είχε τ'όνομά του. Είναι σαν μιά πνοή καθαρού αέρα, ή σαν μια πρέζα κοκαϊνης.

Το μάθημα της κυρίας Νίτσας είναι ιεροτελεστία. Η αδυναμία του εύθραστου αυτού αναιμικού κοριτσιού είχε πάνω μας μιαν επιβολή μεγαλύτερη από μια πελώρια μυϊκή δύναμη. Να μια περίεργη απόδειξη των δύο ακροτήτων. Η απαλή και γλυκιά φωνή της μιλούσε μέσα στις άγουρες ψυχές μας. Το μάθημα το ρουφούσαμε σαν μέλι από το στόμα της.
Όταν συλλογιέμαι τις παλιές αυτές ώρες, προσπαθώντας να ξεδιαλύνω λίγο από το μυστήριο της παιδικής ψυχής μου, βγάνω το συμπέρασμα ότι μάλλον υποβολή, παρά επιβολή, χαρακτήριζε αυτή τη γυναίκα. Το κέρινο ωραίο πρόσωπό της, που το κόβουν κόκκινα χείλια, σκοτωμένα βλέφαρα με πελώρια μαύρα τσίνορα, πάνω από μενεξεδένια καθαρά μάτια, ήταν ένα μείγμα αθώου κοριτσιού και femme fatale. Είτε μέσα στο μισοσκόταδο ενός συννεφιασμένου πρωινού, είτε στο φως ενός καλοκαιριάτικου δειλινού, είχε μια πελώρια χάρη και μια άδολη, άθελη γοητεία.
Βέβαια, εκείνο τον καιρό δεν ήμουν σε θέση να κάνω τέτοιες κρίσεις. Μόνο εικόνες σώζονται μέσα μου, εικόνες που ξαναζωντανεύουν κάτω από την πίεση της νοσταλγίας. Και είτε τότε τις έζησα, είτε τώρα τις ζω είναι το ίδιο.

Τα άμαθα χέρια μας γλιστρούσαν αδέξια στο ριγωμένο χαρτί. Η καρδιά μας χτυπούσε μήπως δεν κάνουμε τα γράμματα καλά. Τόσα κεφαλάκια, σκυμμένα με άφατη προσοχή, τραβούσαν γραμμές στο ανοιχτό μπλέ τετράδιο. Ένας ελαφρός μονάχα κρότος τριβής ακουγόταν στο άσπρο δωμάτιο. Η κυρία Νίτσα πάνω στην έδρα φάνταζε πιο άσπρη παρά ποτέ κάτω από τον όγκο των καστανών μαλλιών της.

Η αγωνία φώλιαζε μέσα στο στήθος μου. Τα γράμματα, παρ'όλη την χτηνωδώς παιδική επιμονή μου, αραδιαζόσαντε άτακτα και χοντρά πάνω στο χαρτί. Η απελπισία μου έφτανε στο κατακόρυφο. Σήκωνα τα μάτια μου γιομάτα τρόμο και ικεσία προς την έδρα. Τι συλλογιζότανε; Που ταξίδευαν τα διαφανή μενεξεδένια μάτια κάτω από τα μαυρισμένα βλέφαρα; Γιατί αναστενάζει; Μήπως είναι άρρωστη; Γιατί δεν μας κοιτάει; Μας ξέχασε;
Το λευκό κεφάλι σηκώνεται. Με είδε, με κοιτάει. Τα μαλλιά της είναι πιο κοντά παρά ποτέ.
-Τι είναι, Γιαννάκη;
Τι είναι; Μα είναι τόσο πολλά πράματα μυστηριώδη για τη μικρή ψυχή μας, που έπρεπε να τα είχες καταλάβει, αέρινη μικρή δασκάλα. Μέσα στο κάθε παιδί κρύβεται ένας άντρας, ένας άντρας όπως όλοι οι άλλοι, όπως ο όμορφος λοχαγός, παραδείγματος χάριν, που περνάει με τ'άλογο του τέσσερις φορές την ημέρα, κάτω από το παράθυρο της τάξης. Αυτόν τον κρυμμένο παιδικόν άντρα, έπρεπε να τον είχες ανακαλύψει, έπρεπε να τον είχες δαμάσει με την γυναικεία τέχνη σου. Μα δεν είχες καιρό. Τον δικό σου άντρα, τον ώριμο άντρα, τον ανακάλυψες, και αν δεν δάμασες αυτόν, δάμασες χωρίς άλλο το άλογό του, γιατί δεν εξηγιέται αλλιώς πως στεκόταν πάντα κάτω από το ανοιχτό παράθυρο, σκάβοντας με το πόδι τη γη και χλιμιντρώντας.
Εξέχασες τελείως τα παιδιά σου, κακή κυρία Νίτσα.
Η φωνή μου όταν της απαντούσα ήταν κλαψιάρικη.
- Δεν μπορώ να κάνω το ψι...
Το ψι. Ο τύραννος του νεοφώτιστου μαθητή. Ο τρόμος της καλλιγραφίας. Το χεράκι μπερδεύεται και τρέμει όταν αρχίζει να χαράζει το μεγάλο κόμπο, το γόρδιο αυτό δεσμό του ελληνικού αλφαβήτου.
Ένα χαμόγελο γιομάτο καλοσύνη ζωγραφίζεται στο πρόσωπό της. Τα μεναξεδένια μάτια στάζουν μέλι. Κατεβαίνει από την έδρα. Κάθεται κοντά μου στην άκρη του θρανίου. Από το κλειστό γιακά της βγαίνει μια μυρουδιά γυναίκας, απροσδιόριστη ακόμη για την αναίσθητη όσφρησή μου, μα αρκετά μυστηριώδης και ευχάριστη από τότε. Το μακρύ κορμί της ακουμπάει απάνω μου. Η ελαστική της σάρκα αποτυπώνεται καλά στη μνήμη μου, μ΄ένα αίσθημα περίεργο, συγγενές προς την ηδονή. Έχω λόγους να νομίζω ότι αυτή είναι η ηδονή σε εμβρυώδη κατάσταση.
Τα μακριά κέρινα δάχτυλά της παίρνουν στη θερμή μυρωμένη λαβή τους το ανήξερο παιδικό μου χέρι. Και με οδηγούσε στο δαίδαλο του ψι, σωστή διανόηση αυτή, εμένα αγράμματο παιδί , όπως μια μεστή γυναίκα τον ανήξερο έφηβο στο λαβύρινθο του έρωτα.

Συλλογιέμαι καμιά φορά εκείνη τη γυναίκα που, εδώ και χρόνια τώρα, για λίγες δραχμές, ανέλαβε να μου δείξει το ασανσέρ που ανεβαίνει στον έβδομο ουρανό της αγάπης. Κανένα καινούργιο συναίσθημα. Είμαι βέβαιος πως το ρόλο που έπαιξε αυτή ρεαλιστικότερα, τον ντεμπουτάρισε σε μένα η κυρία Νίτσα, με έναν ασυναίσθητο ρομαντισμό, για να λέμε την αλήθεια. Γιατί το φτωχό κορίτσι δεν μπορούσε να ξέρει τις απόκρυφες γωνιές της ψυχής των μαθητών της.
Κάθε γνωστού πράματος την πρώτη γνώση πρέπει να την ζητάμε πίσω, στις πιο μακρινές εποχές της ζωής μας. Εκείνο που μόλις σήμερα γνωρίσαμε, το είχαμε δει και άλλοτε. Πότε; Αυτό είναι μυστήριο. Κάτω από μια από τις άπειρες μορφές του, κάποτε θα έπεσε στην αχτίνα των αισθήσεών μας. Ίσως σε κάποια εποχή τόσο περασμένη και ξεχασμένη, ώστε η φαντασία μας να την βάζει σε μια χρονολογία πιο μακρινή από τη γεννησή μας. Και λέω η φαντασία μας, για να μην πάρουν επιχείρημα οι οπαδοί της μετεμψυχώσεως για να στηρίξουν τις αβέβαιες επιστήμες τους. Όχι, δεν τους το επιτρέπω.

Το τέλος το ειδυλλίου ήταν οιχτρό. Η κυρία Νίτσα με προβίβασε. Και την άλλη χρονιά στην μεγαλύτερη τάξη παρακολουθούσα το άχαρο μάθημα μιας άσκημης γεροντοκόρης, που το μαραμένο της μούτρο ήταν γεμάτο κακόχρωμα σπυριά, εκδήλωση μιας αργοπορημένης και ανικανοποίητης νιότης. Το όνειρο έσβησε από τα μάτια μου και σιγά σιγά από την καρδιά μου.

Η κυρία Νίτσα παντρεύτηκε το λοχαγό. Ήμουν παρών στους γάμους της. Καμιά ζήλεια δεν τάραξε την ψυχή μου. 'Ημουν από τότε πολιτισμένος. Την βλέπω σήμερα συχνά. Τα δέκα χρόνια που μας χωρίζουν δεν αποτελούν πια ανυπέρβλητο διανοητικό και κοινωνικό εμπόδιο. Ο κοσμοπολιτισμός μας έχει φέρει σε ίση μοίρα. Είναι ακόμα ωραία, μολονότι έχει χάσει το θέλγητρο της μισοσκότεινης τάξης. Είναι μια γυναίκα, και όχι οπτασία. Ο άντρας της είναι πια συνταγματάρχης που έχει λάβει μέρος σε τρια κινήματα. Ζει ευτυχισμένη, και έχει μια κόρη που της μοιάζει πολύ. Δεν μας χωρίζουν παρά δέκα χρόνια, μα αυτή τη φορά εγώ είμαι ο μεγαλύτερος. Το μυαλό σας ίσως πάει μακριά. Αυτό είναι άλλο ζήτημα. Ήθελα μόνο να σας πω για την πρώτη μου αγάπη...
Περιττό να προσθέσω ότι δεν την αγαπώ πια.

Παρασκευή 9 Ιουλίου 2010

Φαίδρα By: Nick Takolas

Πείτε μου λοιπόν….

-Τι θέλετε να σας πω; Αν μου άρεσε; Υπέροχο ήταν…
-Όχι, δεν ρώτησα γι’ αυτό… Γιατί με κοιτούσατε σαν μαγνητισμένος στο μπαρ. Ξέρω ότι δεν μετράω τόσο για έναν πιο νέο από μένα άντρα. Μη φοβάστε… Η αυτοπεποίθηση μου είναι υγιής…

Φορούσε μόνο μια ξεκούμπωτη πουκαμίσα, που δεν έκρυβε πολλά. Είχε περάσει τα εξήντα, μα ήταν σίγουρα πανέμορφη και γοητευτική γυναίκα. Το πρόσωπο της ήταν φωτεινό κι αρχοντικό. Το σώμα της είχε τα χνάρια της ηλικίας και ίσως κάποια λίγα παραπανίσια κιλά, μα ήταν ιδιαίτερα ποθητή και ερωτική. Μόλις το έζησα άλλωστε… Καθόμουνα στο κρεβάτι και την κοίταζα ονειροπόλα. Εκείνη καθόταν σε μια πολυθρόνα μπροστά στο τραπέζι, πίνοντας γουλιές καφέ, ξεφυσώντας τον καπνό ενός τσιγάρου. Χαμογέλασα μέσα μου. Νεαρός λοιπόν, ετών πενήντα. Έπιασε το χαμόγελο μου και ξαναρώτησε.

-Θα μου πείτε; Μούκανε εντύπωση ότι με κοιτάζατε έντονα, ενώ δεν ξέρατε ότι σας έβλεπα σε καθρέφτη… Ακόμα πιο κολακευτικό.
-Είστε παντρεμένη; … ψέλισσα…

-Παντρεύτηκα, έχω παιδιά, χώρισα. Ξαναπαντρεύτηκα. Δε μου βγήκε.. Έχτισα λοιπόν δικό μου κόσμο. Εσείς;
-Πού ζήσατε;
-Παντού θάλεγα. Πολλές πόλεις, λίγο στο εξωτερικό. Έζησα όμορφα. Πιστεύω πως και τώρα ζω καλά, αν και μόνη.
-Και στην ανάγκη; Ψωνίζεστε στα μπαρ;

Η αγενής ερώτηση μου δεν είχε σκοπό να τη θίξει, αλλά να εμποδίσει δικές της ερωτήσεις σε μένα. Ένιωθα ένα μικρό πανικό, έπρεπε να κρύψω τη δική μου μεριά. Δεν πτοήθηκε. Με κοίταξε μόνο, λίγο πιο έντονα…

-Όχι, βολεύομαι με φίλους. Έχω ανοιχτό κύκλο. Νομίζω ότι κατατρόπωσα την κακή μοναξιά και κέρδισα την καλή. Την έχεις ανάγκη όταν μεγαλώνεις…
-Φίλους, ποιος μπορεί να στηριχτεί μακροχρόνια σε φίλους;
- Με έσωσε το γεγονός πως όλη μου τη ζωή έκτιζα ειλικρινείς και βαθιές σχέσεις. Έστω ανοιχτές...Όσο για το χρόνο μου, έχω πολλά γεμίσματα.

Φαινόταν πράγματι να το παλεύει. Η ράχη της ήταν ολόισια και στητή. Οι αναλογίες της συμμετρικές με μικροψεγάδια. Και μια απόλυτη γαλήνη. Συμφιλιωμένη με τον εαυτό της, ψύχραιμη.

-Στο μπαρ σταμάτησα τυχαία. Είχα βαρεθεί στην αγορά. Δεν λέω όχι και σε περιπετειούλες, όταν μιλάει το κοριτσάκι μέσα μου…
-Ήμουνα τυχερός δηλαδή

-Όχι, τίποτα δεν θα γινόταν αν δε σας «τσάκωνα στα πράσα», να με κοιτάτε σαν να είδατε τη Μονρόε ή τον εξαπωδώ. Μου κινήσατε την περιέργεια. Ποιο είναι το μυστικό; Σας θυμίζω κάτι;
- Η σπάνια αύρα σας. Μελαγχολική, όμορφη, έμπειρη σίγουρα, όλα μαζί.
-Θα μπορούσατε να με ερωτευτείτε κιόλας, έτσι που τα λέτε. Χα, χα. Πλάκα έχει, μα δεν είναι αληθινό. Θα ξανασυναντηθούμε;
-Πιθανόν, ψέλισσα. Ανταλλάξαμε κάποια τηλέφωνα κι έφυγα.

Βγήκα βιαστικά, με το ωκεάνιο χταπόδι να μου σφίγγει ακόμα το μυαλό.

-Ναι, μπόρεσα να σας ερωτευτώ Φαίδρα, κυρία Φαίδρα. Τότε που μας διαβάζατε κατακόκκινη από αμηχανία, για το χρυσό δίχτυ του Ήφαιστου, που έπιασε στα πράσα την Αφροδίτη με τον Άρη στη ραψωδία της Ιλιάδας, μέσα σε γελάκια και ψιλοσφυρίγματα πενήντα αρσενικών μικροδιάβολων. Γυμνάσιο Αρρένων - Δευτέρα τάξη μιας ξεχασμένης κωμόπολης. Η μισή τάξη ερωτευμένη μαζί σας.

Σηκώθηκα όρθιος, πιο ερωτευμένος ίσως απ’ όλους και ζήτησα να διακοπεί η ανάγνωση για να γλυτώσετε, συγκεντρώνοντας τα πυρά των πάντων. «Σκάσε, ρε ηλίθιε. Φτιάχνεται, δεν τη βλέπεις;». Συνεχίσατε την ανάγνωση αναστατωμένη. Κράτησε ο μονόλογος έρωτας τη μισή μου εφηβεία. Ήσασταν εσείς η θεά της ομορφιάς, ξεχωριστή Αφροδίτη, το τιμαλφές της κρύας και μίζερης πόλης μας, στην καταχνιά της χούντας…

Άρχισα να τρέχω, προς το σπίτι μου. Δεν με χωρούσαν τα ταξί και τα αστικά. Ποιος ξέρει πόση ώρα…Φτάνοντας έκανα σιγά, πολύ σιγά για να μην ξυπνήσω κανένα…