Μόλις που έμπαινε ο Ιούνης τον έπιανε μια ανησυχία το Μάνθο… Κάτι παράξενο συνέβαινε μέσα του, μια επιθυμία γεννιόταν να φύγει και να πάει εκεί όπου πάντα ανήκε, στην Πίνδο, στο βλαχοχώρι που γεννήθηκε και πέρασε τα μικράτα του. Τη Λάρισα, την πόλη όπου πέρασε μια ολόκληρη ζωή, την αγαπάει, μα, να, όσο να πεις, άλλη αγάπη είναι αυτή για το χωριό. Το χωριό δε φεύγει απ’ το νου, το κουβαλάει ο Μάνθος πάντοτε μέσα του, είναι ο κόσμος όλος, ο δικός του κόσμος είναι οι συγγενείς, είναι οι φίλοι, οι άνθρωποι του… Και - τι παράξενο!- όσο μεγαλώνει, όσο η ζωή βαδίζει προς τη δύση της, τόσο περισσότερο το αποζητά το χωριό… Σα να θέλει να κερδίσει το χαμένο καιρό, να πάρει πίσω όλα αυτά τα καλοκαίρια που με τις δουλειές στο μαγαζί δεν προλάβαινε καλά –καλά να πεταχτεί παρά για μερικές μέρες μονάχα, για το πανηγύρι της Παναγιάς.
Κι’ έτσι, ο Μάνθος, συνταξιούχος πια, με τις πρώτες ζέστες του Ιούνη άρχιζε τη γκρίνια προς τα παιδιά που είχαν πάρει πια τη θέση του στο μαγαζί και δεν άδειαζαν ν’ ασχοληθούν με τα παράπονα του γέρου :
-Άιντε, τι κάθεστε; Πότε θα με πάτε στο χωριό;
Και ερχόταν κάποτε η ώρα, που ο μεγάλος γιος φόρτωνε το Μάνθο και την κυρά Ευανθία στο αυτοκίνητο, μαζί και τα συμπράγκαλα τους, ένα ολόκληρο νοικοκυριό, γιατί εκεί πάνω, «όλα χρειάζονται», και αναχωρούσαν για τα βουνά…
Σα μικρό παιδί έκανε τότε ο Μάνθος…. Σαν έβγαιναν εκεί στα ψηλώματα του Ζιάκα και οι πρώτες κορυφογραμμές της Βασιλίτσας άρχισαν να αχνοφαίνονται στον ορίζοντα, το πρόσωπο του άλλαζε όψη, γινόταν χαρούμενο, γελαστό, γεμάτο προσμονή… Μια ακατάσχετη φλυαρία τον έπιανε τότε, μιλούσε γρήγορα, σχεδόν λαχανιασμένα σα να ’θελε να προλάβει να πει όλες αυτές τις σκέψεις, τις εικόνες, τις αναμνήσεις που του ’ φερνε το τοπίο στο μυαλό, να εκφράσει τα συναισθήματα που πλημμύριζαν την ψυχή του.
-Να, εδώ κοίτα…, έδειχνε στο γιο του. Τη βλέπεις εκείνη την κορφή; Ω ρε μάνα μου θυμάμαι ένα βράδυ τι τράβηξα… Είχαμε τα πρόβατα εδώ και μ’ έστειλε η μάνα να πάω ψωμοτύρι στον παππού σας και τους τσοπαναραίους… Και με πιάνει μια μπόρα, μα τι μπόρα λες εσύ ; Να, κάτω από κείνη την οξιά κρύφτηκα…
Χαμογελούσε ο γιος. Πόσες φορές δεν την είχε ακούσει αυτή την ιστορία, όπως τόσες και τόσες άλλες για τα χρόνια τα δύσκολα που πέρασε ο Μάνθος σαν παιδί… Ιστορίες ασήμαντες, καθημερινές, για τη ζωή και τις ασχολίες των κτηνοτρόφων, αλλά και για μεμονωμένα πρόσωπα, σαν το μπάρμπα το Νούσια που ήταν τόσο χωρατατζής και έκανε όλο το χωριό να ξεστρίβεται απ’ τα γέλια με τα πειράγματα του, σαν μαζεύονταν όλοι στην πλατεία του χωριού. Θυμόταν ακόμη ο Μάνθος τις ιστορίες από το αντάρτικο, το μεγάλο φόβο που ανάγκασε πολλές οικογένειες να εγκαταλείψουν τα χωριά, αλλά και τους Γερμανούς που τους έκαψαν τα σπίτια…
Περνούσε ευτυχισμένες μέρες ο Μάνθος στο χωριό… Εύρισκε τους φίλους του, συνταξιούχοι πια κι’ αυτοί, έπιαναν όλοι μαζί τον πλάτανο της πλατείας, έπιναν καφεδάκι στο καφενείο του Τόλιου και οι μάχες στο τάβλι ήταν ομηρικές… Και σαν έκλειναν την παρτίδα, έπιαναν να θυμηθούν τα παλιά, μιλώντας πάντα στα βλάχικα, τη γλώσσα που τους έμαθαν κάποτε οι μανάδες τους, τη γλώσσα που ένιωθαν περισσότερο, και που δεν είχαν πια την ευκαιρία να μιλούν παρά μονάχα τα καλοκαίρια… Οι συζητήσεις στρέφονταν μετά γύρω από το χωριό… Πάλι δεν έγινε άσφαλτος ο δρόμος κι’ ας τους το υποσχέθηκε ο βουλευτής που ήλθε πέρυσι για το πανηγύρι, και με τα ρέματα που περνούν μέσα απ’ το χωριό κάτι πρέπει να γίνει τώρα που άρχισε η ανοικοδόμηση…
Έτσι κυλούσαν τα καλοκαίρια, μέσα στο δροσερό περιβάλλον του χωριού… Στην πλατεία… Με τα πλατάνια και τις φωνές των παιδιών, όλα αυτά τα εγγονάκια που οι γονείς άφηναν στους παππούδες για να ξεφύγουν μόνοι λίγες μέρες στη θάλασσα… Στα πανηγύρια, έσφυζε από ζωή το βλαχοχώρι… Αντάμωναν και πάλι όλοι μαζί και χαίρονταν ο Μάνθος με την παρέα του. Κι’ ας έχαναν την ησυχία τους…. Έκλειναν από νωρίς τραπέζι στο μαγαζί, παράγγελναν κεμπάπ , και το βράδυ σαν άρχιζαν τα όργανα, ο Κασάρας με τους δικούς του, άρχιζε το ξεφάντωμα :
-«Μαρία λέν’ την Παναγιά, Μαρία λέν’ και σένα μωρ’ Μαρία μου…»
Μα ήρθε ένα καλοκαίρι που ο Μάνθος δεν γκρίνιαξε στα παιδιά… Δεν ζήτησε να τον πάνε στο χωριό… Θα πιάσω ένα δωμάτιο στον Πλαταμώνα, τους είπε, ίσα-ίσα να κάνω μερικά μπάνια… Παραξενεύτηκαν, άρχισαν τα γιατί και πώς, μα λέξη δεν του πήραν… «Ε, κουράστηκα, πού να τρέχω τώρα…», μόνο αυτό τους είπε.
Δεν είχε κέφι πια ο Μάνθος… Να πάει στο χωριό να κάνει τι; Και να δει ποιον; Το Γιάννη που τον κόντραρε στο τάβλι τον ξεπροβόδισε τον περασμένο χειμώνα, για το ταξίδι το στερνό… Ο Τάκης, κι’ αυτός δεν βγαίνει πια στο χωριό, το υψόμετρο του κάνει κακό στην καρδιά… Σκόρπισε η παρέα, τελευταίος απέμεινε… Στην πλατεία οι καρέκλες είναι ολοένα και περισσότερο άδειες και τα εγγόνια, φοιτητές πια, φεύγουν για διακοπές στα νησιά. Κάθεται και κοιτάζει τα σπίτια… Βίλες σωστές με όλες τις ανέσεις και όλα τα κομφόρ… Μέχρι και πλυντήρια και ηλεκτρικές κουζίνες έχουν, γιατί, «έτσι ήρθαν τα χρόνια», δεν γίνεται να πλένουν οι νοικοκυρές τα μάλλινα στη σκάφη και στα ρέματα… Μόνο λυπάται γιατί «τα σπίτια τα φτιάχνουν, αλλά δεν ξέρουν να τα χαρούν». Τα ανοίγουν μόλις για πεντέξι μέρες… Χαμένα λεφτά… Πλακώνουν όλοι μαζί το Δεκαπενταύγουστο στο πανηγύρι με κάτι τεράστια τζιπ και πολυτελή αυτοκίνητα, φέρνουν τις παρέες τους και ξενυχτούν ως το πρωί στα μαγαζιά ακούγοντας τα «μοντέρνα» τραγούδια από το στερεοφωνικό που παίζει στη διαπασών… Μια φορά μάλιστα, ο Μάνθος τους τάπε μεταξύ σοβαρού και αστείου…
- Αχ! Πούναι τα νιάτα μωρέ, να σας δείξω πώς γλεντάνε… Να πάρω τα όργανα και να βγω ψηλά, μέχρι τον Αι Θανάση, να μ’ ακούσει όλο το χωριό…
Κόσμος πολύς στον Πλαταμώνα… Γονείς, παιδιά, ξένοι τουρίστες, περπατούν όλοι στην προκυμαία, άλλοι κάθονται στις καφετέριες, θόρυβος, οχλοβοή, ζέστη αυτοκίνητα, μικροπωλητές, ένας απέραντος κόσμος αταξίας και κίνησης… Ανάμεσα τους, ο Μάνθος και η Ευανθία κάνουν καθημερινά το ίδιο δρομολόγιο. Από το σπίτι ως την παραλία, και από κει σε ένα κοντινό παγκάκι. Κάθεται αρκετή ώρα και αγναντεύει αφηρημένος τη θάλασσα, τον κόσμο, τα αυτοκίνητα… Δεν παραπονιέται, ίσως να είναι καλύτερα έτσι… Μόνο καμιά φορά, σαν το φέρει η κουβέντα, όλο και εξομολογείται στη γυναίκα του:
- Αχ βρε Ευανθία… Που ξέρουν κι’ αυτοί να ζήσουν… Που θα βάλω εγώ μπροστά στη σκιά κάτω απ’ τον πλάτανο αυτό το χάλι… Αλλά τι να πεις… Έτσι ήρθαν τα χρόνια…
Κοιτάζει πάλι τη θάλασσα… Μα το μυαλό ταξιδεύει… Είναι πάντα εκεί, στα σκιερά τοπία και τα πεύκα της Πίνδου, στις χαράδρες και τις ρεματιές με τα τρεχούμενα, τα κρυστάλλινα νερά…