Τρίτη 25 Μαΐου 2010

η πριγκίπισσα των σπαταλημένων αύριο, του Χ2

H Μαρίνα ήταν η πριγκίπισσα όλων των σπαταλημένων αύριο, αλλά μόνη αυτή προφήτευε το μέλλον, γιατί το είχε ήδη τερματίσει. Συναντηθήκαμε τις προάλλες στην πλατεία. Επέμεινα στις ερωτήσεις, αν είχε δίκιο εκείνος που μας έβαζε να σκοτωνόμαστε στο τέλος, και σκοτείνιασε. Χαμήλωσε το βλέμμα, σκέπασε το πρόσωπο με τα μαλλιά κι αρνήθηκε επίμονα να απαντήσει. Τότε υποψιάστηκα ότι εκείνο το φινάλε στην έπαυλη με τα φλιπεράκια μπορεί να έχει κιόλας πραγματοποιηθεί στο παρελθόν μου. Πλημμύρισε μετά ο τόπος δακρυγόνα, κάδοι οδοφράγματα που καίγονταν, σηκώθηκα και πήγα να σταθώ στο κέντρο του καπνού, υπνωτισμένος, ανήμπορος να απομακρυνθώ, γιατί το μαθα πια καλά, αυτοί που έφυγαν γυρίζουν ξαφνικά στα σωθικά σαν σουγιαδιά, και έτσι ελπίζεις να υπάρχει κάπου ξεχασμένος ένας Θεός ή τουλάχιστο να είναι οι άνθρωποι σκιές σε μια λευκή οθόνη να βλέπουνε καμιά ταινία πού και πού κι οι πεθαμένοι. Συχνά αναρωτιέμαι αν μιλούσαμε σήμερα τι θα λέγαμε. Άλλοτε πάω να βάλω εικόνες στη σειρά και το εγκαταλείπω. Βρέχει από τότε σ' όλες τις βόλτες στο Θησείο. Και στην πλατεία Αμερικής πάντοτε είναι άνοιξη κι απόγευμα. Μονάχα, να, κανένας δε θυμάται πια τον Κρίστοφερ Πέτιτ, ούτε τον Στινγκ να τραγουδάει Έντι Κόχραν, κι εμείς πιο έρημοι στα σπίτια μας και περικυκλωμένοι. Έξω; Τι να γίνεται έξω; Όλα καλά είναι έξω...

Παρασκευή 7 Μαΐου 2010

Πότε σταμάτησα να παίρνω το αστικό, The Motorcycle boy

Συνήθιζα να πηγαινοέρχομαι μ΄αυτό, στη δουλειά κυρίως αλλά και για κάνα σινεμά 8 με 10 καλό ήτανε. Ένα πρώην μπλε αστικό λεωφορείο που με εμφανιζόταν από μια εποχή και δώθε ντυμένο έκπληξη. Θυμάμαι την πρώτη φορά που το πέτυχα με διαφήμιση, καφέ χωμάτινο συν κάτι ζωγραφισμένα βράχια και μια γκόμενα με σπασμένα κουμπιά να ξεχειλίζει το μπούστο της στον ώμο του παλικαράκη. Φυσικά ο παλικαράκης δεν ασχολιόταν με την ξώβυζη, επειδή το είχε πιάσει το νόημα –κατάλληλη κάτω των 13 η ταινία, άρα δεν επρόκειτο ν’ αρτυθεί σε αυτή τη φάση. Αν όμως γινόταν επιτυχία η ταινία και γυριζόταν σίκουελ, μπορεί και να του καθόταν η γκόμενα εκτός πλατό –γι΄αυτό ο παλικαράκης την είχε αρκούντως φτυσμένη στην πλαϊνή πλευρά του λεωφορείου και κοίταζε ίσα απέναντι στον αόρατο κίνδυνο ή ίσως τον σκηνοθέτη -ποιος ξέρει;

Στο αστικό λεωφορείο δεν ήμουνα μόνος μου, δηλαδή μόνος μου ήμουν –όλοι μόνοι μας είμαστε στη ζωή, «γεννιόμαστε μέσα στα δάκρυα και πεθαίνουμε μέσα στους πόνους/ κι αυτό είναι το όριό μας» που λέει κι ο Σερ Μπομπ, αλλά δεν πρόκειται περί αυτού. Όταν λέω οτι δεν ήμουνα μόνος εννοώ οτι μπορεί να μην αντάλλασσα ούτε στραβοκοίταγμα με τους υπόλοιπους επιβάτες –όμως μόνος δεν ήμουνα. Με το που στάθμευε το λεωφορείο χωνόμουν, πριν καλά αδειάσει, για να πιάσω τη θέση στην προτελευταία σειρά –ακριβώς μπροστά από τις συνεχόμενες. Δίπλα μου καθόταν εκείνος.

Αν σου πω οτι κάπνιζε και μάλιστα με κέρναγε τσιγάρο –μέσα στο αστικό, άκου φίλε μου –θα με πιστέψεις; Όχι οτι μ΄ενδιαφέρει κιόλας –εντάξει; Καθόταν με την ναυτική του πατατούκα, χρώματος νέιβι μπλου φυσικά, τσάκιζε ένα σκληρό πακέτο Πλέιερς Σπέσιαλ και μου πρότεινε ν΄ανάψω με τον ασημένιο του Ρόνσον σε σχήμα προφυλακτήρα Κάντιλακ.

«Λοιπόν; Τι παίζει;» ρώταγε κάθε φορά με στραβό χαμόγελο.

«Μαλακίες», ξεκίναγα εγώ δήθεν μπλαζέ. Και μετά του έλεγα τα τελευταία νέα –κάποια γκόμενα φαινομενικά εύκολη, κάποιος φίλος φαινομενικά φευγάτος, κάποιος προϊστάμενος φαινομενικά ηλίθιος. Με άκουγε προσεκτικά, ήμουν όμως σίγουρος πως άλλα σκεφτόταν. Τα δικά του.

«Πες μου τα δικά σου τώρα», ζητούσα.

«Δεν υπάρχουν δικά μου, δεν μου έχουν μείνει και πολλά..... γενικότερα.... ξέρεις...» κόμπιαζε.

Αυτό γινόταν κάθε φορά σε ένα συγκεκριμένο σημείο της διαδρομής –εκεί που οι αξιολύπητα γυμνές κούκλες των μαγαζιών μάς κοιτούσαν πρόστυχα από τις βιτρίνες, δεν κατάλαβα ποτέ ποιος αποφασίζει ν΄αφήσει αυτές τις κούκλες τόσο γυμνές, εντάξει δεν φοράνε ρούχα, αλλά να μη φοράνε ούτε τις περούκες τους; Ποιος προσπαθεί να τιμωρήσει την προστυχιά; Ποιος μας εμποδίζει να ονειρευτούμε βρώμικα; Παρακάτω.

«Για πόσο θα συνεχίσεις να κρύβεσαι;» τον ρωτούσα.

«Δεν κρύβομαι, πώς σου πέρασε.... Κρύβονται όσοι έχουν ήδη φανερωθεί», μου εξηγούσε.

«Εντάξει –κι εσύ, δεν μπορείς να πεις οτι είσαι απαρατήρητος...»

«Θαμμένος», το έλεγε αυτό κουνώντας το κεφάλι, μετά κοίταζε έξω από το τζάμι του λεωφορείου, μασούλαγε ανύπαρκτα κομματάκια καπνού από το (εδώ που τα λέμε) ανύπαρκτο τσιγάρο κι έκανε στο πλάι να φτύσει, μετά καταλάβαινε οτι δεν υπήρχε εύκαιρο μέρος. Για φτύσιμο.

«Θαμμένος», αναλογιζόμουν. «Και ποιος στο έκανε αυτό;»

«Ποιος το έκανε, γιατί το έκανε... τι τα ψάχνεις τώρα; Μπορεί και ν’ανέβηκε από μόνο του το χώμα μέχρι που μ΄έπνιξε, ίσως κι εγώ να έσκαψα πριν κατέβω στο λάκκο μου...»

«Δεν βγαίνει άκρη έτσι!» εκνευριζόμουν.

«Ενώ θα έπρεπε, έτσι;» γελούσε.

«Αλλιώς –ποιο το νόημα;» αναρωτιόμουν ψιθυριστά.

«Έλα ντε! Βρέστο και πάρτο!» πανηγύριζε όσο σηκωνόταν.

Συνήθως έπαιρνε τη θέση του κάποια χοντρή που αγκομαχούσε, τον έβλεπα να τραβιέται παραδίπλα ενοχλημένος –ίσως και ελαφρά αηδιασμένος.

«Κάτσε λίγο...» έλεγα.

«Δεν γίνεται –εδώ είναι η στάση μου, κατεβαίνω», μου απαντούσε. «Άλλωστε δεν τη μπορώ την πολυκοσμία...»

Μετά γλιστρούσε σα φίδι ανάμεσα στους επιβάτες και εξαφανιζόταν από την ανοιχτή πόρτα του λεωφορείου –είχα παρατηρήσει οτι μονίμως έβρεχε όταν άφηνε το λεωφορείο. Έβρεχε μέσα –έξω. Και σύννεφα.

Άκουσα κάποια μέρα οτι οι άσπροι τον στρώσανε κάτω από τα εκτυφλωτικά φώτα και του βγάλανε την καρδιά, δήθεν να τη ρυθμίσουν, μετά δεν ξέρανε τι να την κάνουν –την ξαναβάλανε μέσα στο στήθος του τσαπατσούλικα και τον ράψανε για να είναι ευπρεπής στην κηδεία του. Έτσι άκουσα.

Στην κηδεία του δεν πήγα –άσε που σταμάτησα κιόλας να παίρνω το αστικό.


Κυριακή 2 Μαΐου 2010

Το ανθρωπάριο, του Παναγή Αντωνόπουλου


Όταν αγαπάς τους ανθρώπους , το πλοίο και η ζωή μέσα σε αυτό

προσφέρονται για να τους μελετήσεις και όταν μπορείς να τους νουθετήσεις

να καυτηριάσεις την μόλυνση την γάγγραινα που τους αφαιρεί την ανθρωπιά

και τους καταντά , φθηνά ανθρωπάρια . Κάποτε λοιπόν σε ένα από τα πολλά

μπάρκα μου και κάποια δεδομένη στιγμή μιάς συζήτησης είπα πως την

μητέρα μου την έλεγαν Θεοκτίστη . Όνομα το οποίο πιστεύω , πως είναι ζήτημα

να γνωρίζουν , τόσοι που να μετρώνται στο ένα χέρι , από όλους εκείνους τους

αναγνώστες ενός τόμου .

Προς μεγάλη μου έκπληξη , άκουσα κάποιο μηχανικό Γ΄ τάξεως , που είχε

μετατρέψει την καμπίνα του , σε ένα μικρό παρεκκλήσι , να μου λέει

"ωραίο όνομα . Γιορτάζει την επόμενη μέρα των ταξιαρχών".

Μόλις πέρασε η πρώτη εντύπωση , η ομήγυρης , θέλοντας από την μία να

τον καταξιώσει , από την άλλη να ξεδιψάσει την περιέργεια της , άρχισε να

τον ρωτά πότε εορτάζει ο τάδε και πότε ο δείνα άγιος . Κάποτε ήλθε και

η δική μου σειρά . Και προς μεγάλη κατάπληξη της παρέας , τον ρώτησα

πότε γιορτάζει ο άγιος Φλέμινγκ . Να βλέπατε το πρόσωπό του !!! . Μετά

από δισταγμό κάποιων δευτερολέπτων , μου απάντησε με στόμφο πατριάρχη !!!

πως δεν υπάρχει τέτοιος άγιος . Εδώ πρέπει να σας πω και να υποκλιθείτε

το ανθρωπάριο γνώριζε και όλο το καθολικό εορτολόγιο .

Ποτέ και για τίποτα δεν καυχώμαι . Όμως θα σας εξομολογηθώ πως

αμάρτησα , όταν γεμάτος έπαρση εξηγούσα στο ανθρωπάριο , πως άγιος

Φλέμινγκ υπάρχει και είναι αυτός που ανακάλυψε την πενικιλίνη .

Αυτή την πενικιλίνη που του κάρφωνα κάθε τέσσερεις ώρες στο άνω δεξί

τεταρτημόριο του μηρού του , για να καταπολεμήσω μια ακατάσχετη

βλεννόρροια , που είχε αρπάξει από κάποια κακομοίρα ιερόδουλη του

τελευταίου πόρτο .

Βλέπετε καλή η προσπάθεια να σώσουμε την ψυχή , μα εκείνη

η αναθεματισμένη λίμπιντο , κάποτε είναι πιο ισχυρή